3,272,958
edits
(36) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάκος]]. | |mltxt=ο, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάκκος:''' ή [[σάκος]][ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> σακόπανο, [[λινάτσα]]· χοντρό και τραχύ ύφασμα από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν οι Ιουδαίοι σε [[ένδειξη]] πένθους, Λατ. cilicum, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από το ύφασμα αυτό, σακί, [[σακούλι]], [[σάκος]], [[τσουβάλι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> τραχιά, άγρια [[γενειάδα]], σε Αριστοφ. (πιθ. Φοιν. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |