σάκκος: Difference between revisions

6
(36)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάκος]].
|mltxt=ο, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάκκος:''' ή [[σάκος]][ᾰ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> σακόπανο, [[λινάτσα]]· χοντρό και τραχύ ύφασμα από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν οι Ιουδαίοι σε [[ένδειξη]] πένθους, Λατ. cilicum, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από το ύφασμα αυτό, σακί, [[σακούλι]], [[σάκος]], [[τσουβάλι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> τραχιά, άγρια [[γενειάδα]], σε Αριστοφ. (πιθ. Φοιν. [[λέξη]]).
}}
}}