σάκκος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
σάκκος or σάκος, ὁ, v. sub fin.:—
A coarse cloth of hair, especially of goats' hair, σάκκος τρίχινος Apoc.6.12, cf. LXX Is.50.3, Si.25.17.
II anything made of this cloth:
1 sack, bag, Hdt.9.80, Ar.Ach.745, Lys.1209, Gal.2.559,8.672:—as a measure, Ostr.1096, al.
2 sieve, strainer, esp. for wine, Hippon.57, Poll.6.19; σ. τρίχινοι PHamb.10.39 (ii A.D.).
3 coarse garment, sackcloth, worn as mourning by the Jews, LXX Ge.37.34, Ev.Luc.10.13, J.BJ2.12.5, cf. Plu.2.239c.
III coarse beard, like rough hair-cloth, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ar.Ec.502; cf. σακεσφόρος ΙΙ.—The form σάκος is said to be Att., Ael.Dion.Fr.296, Phryn.229, Moer. p.354 P., Thom.Mag. p.344 R., etc.; while σάκκος is called Dor. by Phryn. l.c., Hellenic by Moer. and Thom.Mag. ll.cc., Comic by Poll.7.191. In Ar.Ach. 822, Ec.502, σάκος is required by the metre, as is σάκκος in Ach. 745 (Megarian), and in Hippon. l.c.; codd. of Hdt. give σάκκος. Inscrr. have σάκος IG22.1672.73,74, 108 and σάκκος ib.198: Papyri have σάκος PCair.Zen.753.27 (iii B.C.), UPZ84.52 (ii B.C.), but oftener σάκκος PSI4.427.1,14 (iii B.C.), PTeb.116.3 (ii B.C.), etc. (Prob. the word, like the thing, was borrowed from Phoenicia, cf. Hebr. saq.)
German (Pape)
[Seite 858] ὁ, nach Thom. Mag. p. 789 u. a. Gramm. mit doppeltem κ dor., wie der Megareer Ar. Ach. 710 σάκκος sagt, attisch σάκος, wie ib. 787 Lys. 1211 steht; vgl. Lob. Phryn. 257 u. Mein. Men. p. 44. 563; doch findet sich der Unterschied nicht bestätigt, vgl. Krüger zu Xen. An. 4, 5, 36; ein aus Haaren, bes. Ziegenhaaren gemachtes grobes, dickes Zeug, und alles daraus Verfertigte, Sack, Kleid, Ar. a. a. O., Plut.; auch ein Durchschlag od. Seihtuch, bes. um trüben Wein abzuklären, Poll. 10, 75. – Bei Ar. Eccl. 502 heißt komisch so auch ein langer Bart.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
att. σάκος;
étoffe grossière de poil de chèvre, d'où
1 manteau grossier;
2 sac, bourse.
3 vêtement porté en signe de pénitence ou de deuil (NT).
Étymologie: σάττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάκ(κ)ος -ου, ὁ ruige stof (gemaakt van geitenhaar), vandaar zak:; σάκκους..., ἐν τοῖσι λέβητες ἐφαίνοντο ἐνέοντες zakken waarin kookketels bleken te zitten Hdt. 9.80.2; σάκκος τρίχινος ruigharige zak NT Apoc. 6.12; van een kledingstuk zonder mouwen; ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ in zak en as NT Mt. 11.21; overdr. ruige baard:. σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχουσα met een ruige baard op haar kaken Aristoph. Eccl. 502.
Russian (Dvoretsky)
σάκκος: атт. σάκος (ᾰ) ὁ
1 грубая ткань Plut.;
2 мешок Her., Arph.;
3 шутл. длинная борода: σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Arph. обрасти окладистой бородой;
4 вретище, рубище (ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ NT).
English (Strong)
of Hebrew origin (שָׂק); "sack"-cloth, i.e. mohair (the material or garments made of it, worn as a sign of grief): sackcloth.
English (Thayer)
(Attic σάκος), σάκκου, ὁ, Hebrew שַׂק (cf. Fremdwörter, under the word), a sack (Latin saccus) i. e.
a. a receptacle made for holding or carrying various things, as money, food, etc. (<ERROR/BIBLE: a coarse cloth (Latin cilicium), a dark coarse stuff made especially of the hair of animals (A. V. sackcloth): Winer s RWB under the word Sack; Roskoff in Schenkel 5:134; (under the word Sackcloth> in B. D.; also in McClintock and Strong. (From Herodotus down.))
Greek Monolingual
(I)
ο
σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α
1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α. «χάρτινος σάκος» β. «σάκκους τε ἐπ
ἁμαξέων εὕρισκον», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, κυρίως, ύφασμα από τρίχα κατσίκας
νεοελλ.
1. (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική θήκη από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την φύλαξη και την μεταφορά του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών
2. κοντός επενδύτης, σακάκι
3. εκκλ. αρχιερατικό άμφιο που φτάνει μέχρι τα γόνατα και το οποίο έχει κοντά και πλατιά μανίκια
4. (αλιευτ.) το τελευταίο κλειστό τμήμα αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και μέσα στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια
5. ναυτ. περιτύλιγμα από καραβόπανο για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, έλυτρο
6. συνεκδ. το περιεχόμενο ενός σακιού, ό,τι περιέχεται μέσα στην παραπάνω θήκη («δέκα σάκοι καφέ»)
7. μτφ. φαρδύ γυναικείο ένδυμα, φόρεμα σε ίσια γραμμή
8. φρ. α) «ταχυδρομικός σάκος» — σάκος χρησιμοποιούμενος για την μεταφορά επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «χειρουργικός σάκος» — ειδική θήκη, χρησιμοποιούμενη κυρίως στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την παροχή τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο σάκος» — λέγεται ως απειλή σε κάποιον για να συνετιστεί
β) «κηλικός σάκος»
ιατρ. ορογόνο περίβλημα, αποτελούμενο από περιτόναιο, που περιβάλλει το περιεχόμενο κήλης
νεοελλ.-μσν.
επενδύτης τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως κατά την διάρκεια τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του Πάσχα, της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ κατά τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την εποχή της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το πολυσταύριο ή το φελάνιο
αρχ.
1. λεπτό κόσκινο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, ιδίως για το κρασί
2. τραχύ ένδυμα το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν
3. είδος μέτρου
4. μτφ. (στην κωμωδία) μακριά τραχιά γενειάδα σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (πρβλ. ακκαδικό šaqqu, εβρ. šaq). Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία διάδοση. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. saccus) και στην συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ., γαλλ., ρουμ. sac, γερμ. Sack κ.ά.)].
(II)
-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α
1. είδος κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως αγγείο υποδοχής υγρού
2. μτφ. υπεράσπιση, προστασία («βωμός, ἄρρηκτον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. για την ασπίδα, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα twakos «δέρμα» (το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- έδωσε στην Ελληνική σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. tvac- «δέρμα» και με το χεττιτικό tuekka- «σώμα» (με φωνηεντισμό -ε-, ο οποίος αποτελεί πιθ. την αρχική μορφή φωνηεντισμού της λ.). Η λ. σάκος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την μεγάλη μυκηναϊκή ασπίδα, που προστάτευε ολόκληρο το σώμα του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την ασπίδα του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. ἀσπίς, η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά νωρίς].
Greek Monotonic
σάκκος: ή σάκος[ᾰ], ὁ,
I. σακόπανο, λινάτσα· χοντρό και τραχύ ύφασμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν οι Ιουδαίοι σε ένδειξη πένθους, Λατ. cilicum, σε Καινή Διαθήκη
II. οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από το ύφασμα αυτό, σακί, σακούλι, σάκος, τσουβάλι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
III. τραχιά, άγρια γενειάδα, σε Αριστοφ. (πιθ. Φοιν. λέξη).
Greek (Liddell-Scott)
σάκκος: ἢ σάκος, ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον ὕφασμα ἐκ τριχῶν μάλιστα δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, σάκκος τρίχινος Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) σάκκος, σακκίον, σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) κόσκινον λεπτόν, «σῆττα», ἢ ἠθμός, στραγγιστήριον, μάλιστα τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) ἔνδυμα τραχύ, ὅπερ ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, ἐπενδύτης στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ σῶμα, ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς ὕφασμα τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. σακεσφόρος ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ τύπος σάκος εἶναι Ἀττικός, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον σάκκος καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, σάκος ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ὡς ἀπαιτεῖ σάκκος ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι σάκκος. (Ἴσως ἡ λέξις, ὡς τὸ πρᾶγμα, παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bag (made of goat hair), sieve, burlap, a large cloak made of the same, a.o. used as a wedding dress (Hdt., Hippon., Ar., LXX, NT, inscr. a. pap.).
Other forms: also σάκος (Att. ?).
Compounds: As 1. member e.g. σακκο-φόρος m. bag bearer (pap. a.o.).
Derivatives: 1. Dimin. σαν(κ)-ίον (Hp., Ar., X., Men. a.o.), -ίδιον (pap.), -άλιον (gloss.); 2. -ούδια n. pl. meaning unclear (pap.; after λινούδιον, s. λίνον); 3. -ᾶς m. sack bearer (inscr. Corycos, pap.); 4. -ίας οἶνος sieved wine (Poll.); 5. -ινος made of burlap (sch.); 6. Denom. -έω to sieve (Hdt. 4, 23; after Ael. Dion. a.o. -εύω), -ίζω id. (Thphr. a.o.). Ptc. (seemingly primary) σακτός sieved (Eup. 439).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. (Phoen.) śaq cloth of hair, bag, mourning-dress (Lewy Fremdw. 87; on it Bertoldi Zeitschr. rom. Phil. 68, 73ff. [mediterranean word]); one would like to know whether σαν(κ)ίον can be so explained. -- From this Lat. saccus (with NHG Sack etc.); s. W.-Hofmann s.v. w. lit.
Middle Liddell
I. a coarse hair-cloth, sackcloth, Lat. cilicium, NTest.
II. anything made of this cloth, a sack, bag, Hdt., Ar.
III. a coarse beard, Ar. [Prob. a Phoenician word.]
Frisk Etymology German
σάκκος: {sákkos}
Forms: auch σάκος (att. ?),
Grammar: m.
Meaning: ‘Sack (aus Ziegenhaar), Seihsack, Sackleinwand, ein daraus gemachter grober Mantel', u.a. als Trauerkleid benutzt (Hdt., Hippon., Ar., LXX, NT, Inschr. u. Pap.).
Composita: Als Vorderglied z.B. σακκοφόρος m. Sackträger (Pap. u.a.).
Derivative: Davon 1. die Demin. σαν(κ)-ίον (Hp., Ar., X., Men. u.a.), -ίδιον (Pap.), -άλιον (Gloss.); 2. -ούδια n. pl. Bed. unklar (Pap.; nach λινούδιον, s. λίνον); 3. -ᾶς m. Säckler, Sackträger (Inschr. Korykos, Pap.); 4. -ίας οἶνος geseihter Wein (Poll.); 5. -ινος aus Sackleinwand (Sch.); 6. Denom. -έω seihen (Hdt. 4, 23; nach Ael. Dion. u.a. -εύω), -ίζω ib. (Thphr. u.a.). Ptz. (scheinbar primär) σακτός geseiht (Eup. 439).
Etymology: Semit. LW; vgl. hebr. (phön.) śaq härenes Zeug, Sack, Trauerkleid (Lewy Fremdw. 87; dazu Bertoldi Zeitschr. rom. Phil. 68, 73ff. [Mittelmeerwort]). — Daraus lat. saccus (mit nhd. Sack usw.); s. W.-Hofmann s.v. m. Lit.
Page 2,672
Chinese
原文音譯:s£kkoj 沙克可士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:麻布 相當於: (שַׂק)
字義溯源:麻布,粗麻布,披麻,麻,布;源自希伯來文(שַׂק)=麻布),而 (שַׂק)又出自(שֹׁוקֵק / שָׁקַק)=運行)。披麻蒙灰,乃是人自卑的行為,表示悔改( 太11:21)
出現次數:總共(4);太(1);路(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 粗麻布衣(1) 啓11:3;
2) 布(1) 啓6:12;
3) 麻(1) 路10:13;
4) 披麻(1) 太11:21
Translations
bag
Albanian: thes,çantë; Amharic: ቦርሳ, ጁኒያ; Arabic: حَقِيبَة, جَيْب, كِيس; Egyptian Arabic: كيس; Gulf Arabic: جنطة; Hijazi Arabic: شَنْطَة, كيس; Moroccan Arabic: خنشة; Armenian: պայուսակ, տոպրակ, պարկ; Assamese: মোনা, টোপোলা, জোলোঙা; Azerbaijani: çanta; Bashkir: тоҡ, тоҡсай; Basque: poltsa; Belarusian: сумка, мяшок, торба; Bengali: ব্যাগ; Bulgarian: торба, чанта, чувал, плик; Burmese: အိတ်; Catalan: bossa; Cherokee: ᏕᎦᎵᏗ; Chichewa: thumba; Chinese Cantonese: 袋; Dungan: бозы; Mandarin: 包, 袋; Cornish: sagh; Czech: taška, pytel; Danish: bærepose, sæk, taske; Dutch: zak, tas; Dzongkha: ཕད་ཅུང; East Malay: uncaŋ; Esperanto: sako; Estonian: kott; Fijian: kato, beki, taga; Finnish: kassi, laukku, pussi, säkki; French: sac, poche, cornet; Friulian: sac; Galician: motela, boria, argán, buzaca, taleiga, barxoleta, bisallo, bulsa, faldriqueira, falchoca; Georgian: ტომარა; German: Beutel, Tasche, Sack; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌲𐍃; Greek: σακούλα, σάκος; Ancient Greek: θύλακος, πήρα, σάκκος, σάκος; Gujarati: થેલી; Haitian Creole: sak, sachè; Hausa: jaka; Hebrew: תִּיק; Hindi: बैग, खीसा, झोला; Hungarian: táska, zsák, szatyor, tasak; Icelandic: poki; Ido: sako; Indonesian: tas; Irish: mála; Italian: sacco, busta; Japanese: 袋, バッグ; Kabuverdianu: bolsa; Kazakh: сумка, сөмке, дорба; Khmer: កប៉ៅ; Korean: 가방, 봉지(封紙), 봉투(封套), 자루; Kyrgyz: сумка, мүшөк; Ladino: bolsa, chanta, ibé, sako, torba; Lao: ກະເປົາ, ຖົງ; Latin: follis, saccus; Latvian: soma, maiss; Lezgi: чанта; Limburgish: tuut, zak; Lithuanian: krepšys; Malagasy: kitabo; Malay: beg; Malayalam: സഞ്ചി; Manchu: ᡶᡠᠯᡥᡡ, ᡶᠠᡩᡠ; Mbyá Guaraní: voxa; Middle English: bagge, male; Mizo: ip, ịp; Mongolian Cyrillic: уут, шуудай, тор; Nepali: झोला, थैलो, ब्याग; Norman: puk, pouque; Norwegian Bokmål: veske; Nynorsk: veske; Ojibwe: mashkimod; Old English: codd; Oromo: korojoo; Ossetian: голлаг; Pashto: تېله; Persian: کیسه, کیف, ساک; Plautdietsch: Sak; Polish: torba, torebka, worek; Portuguese: sacola, saco; Romagnol: sac; Romani: gono; Romanian: pungă, sac; Russian: сумка, мешок, пакет, торба; Scottish Gaelic: màileid, baga, poca, màla; Serbo-Croatian Cyrillic: торба; Roman: tórba; Slovak: taška, vrece, vrecko; Slovene: torba; Somali: kiish; Sorbian Lower Sorbian: měch; Spanish: bolsa, saco, cartucho, funda, jaba, talego; Swahili: mfuko; Swedish: väska, säck, kasse; Tagalog: supot, bulsa, bag; Tajik: сумка, киф, халта; Tamil: பை; Tatar: торба; Tedim Chin: ip; Thai: ถุง, กระเป๋า; Tibetan: ལྟོ་ཕད, སྣོད་ཕད; Tocharian B: ṣorpor; Tok Pisin: bek; Turkish: çanta, poşet, paket, torba; Turkmen: bukja, sumka, torba; Turoyo: ܫ̰ܰܢܛܰܐ; Ukrainian: сумка, мішок, торба, чувал; Urdu: بیگ; Uyghur: خالتا, قاپ, سومكا; Uzbek: sumka, qopcha, xalta; Venetian: spòrta; Vietnamese: bao, túi; Vilamovian: zak; Walloon: saetch, saetchot; Welsh: cwdyn, bag; West Frisian: pûde; White Hmong: hnab; Zazaki: heqibe, torbe; Zhuang: suek, duk; Zou: ip
strainer
Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: filtre; Georgian: თუშფალანგი; German: Sieb, Durchschlag; Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό; Ancient Greek: διέραμα, διυλιστήρ, ἠθάνιον, ἠθμός, ἡθμός, κυρτίδιον, κυρτίς, κύρτος, πλόκανον, σάκκος, σάκος; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: colino, colatoio; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: colum; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: peneira; Romanian: strecurătoare; Russian: сито, фильтр, ситечко, дуршлаг; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: colador, filtro; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan