συμπαραστατέω: Difference between revisions

6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se tenir auprès pour assister ; assister, secourir, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαραστάτης]].
|btext=-ῶ :<br />se tenir auprès pour assister ; assister, secourir, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαραστάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[στέκομαι]] στο πλάι κάποιου για να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· απόλ., σε Αριστοφ.
}}
}}