Anonymous

συμπαραστατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραστᾰτέω''': παρίσταμαι δηλ. ἵσταμαι πλησίον τινὸς καὶ τὸν βοηθῶ, ἑκόνθ’ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 15· ἀπόλ., ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 385.
|lstext='''συμπαραστᾰτέω''': παρίσταμαι δηλ. ἵσταμαι πλησίον τινὸς καὶ τὸν βοηθῶ, ἑκόνθ’ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 218, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 15· ἀπόλ., ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 385.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se tenir auprès pour assister ; assister, secourir, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συμπαραστάτης]].
}}
}}