λακπάτητος: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λακπάτητος]], -ον (Α) [[λακπατώ]]<br />καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[λακπάτητος]], -ον (Α) [[λακπατώ]]<br />καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λακπάτητος:''' [πᾰ], -ον ([[λάξ]]), τσαλαπατημένος, σε Σοφ.
}}
}}