Anonymous

λακπάτητος: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λαξπάτητος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λαξπάτητος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λακπάτητος]], -ον (Α) [[λακπατώ]]<br />καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}