δυσπερίληπτος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπερίληπτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να συγκεφαλαιώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυκλώνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το [[βλέμμα]] («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... [[δυσπερίληπτος]] ἡ τούτων [[ἀνάληψις]] γίνεται», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσπερίληπτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να συγκεφαλαιώσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα κυκλώνεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το [[βλέμμα]] («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... [[δυσπερίληπτος]] ἡ τούτων [[ἀνάληψις]] γίνεται», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ.
}}
}}