3,243,832
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ. | |lsmtext='''δυσπερίληπτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί [[κάποιος]] να αγκαλιάσει, να κλείσει στην [[αγκαλιά]] του, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπερίληπτος:''' <b class="num">1)</b> который трудно охватить или окружить ([[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> с трудом исторгнутый (φιλήματα Anth.);<br /><b class="num">3)</b> затруднительный, трудный (ἡ τῶν πράξεων [[ἀνάληψις]] Diod.). | |||
}} | }} |