οὐτάζω: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ουτάω]].
|mltxt=[[οὐτάζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ουτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ [[οὔτασα]] — Παθ., παρακ. οὔτασμαι = [[οὐτάω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]], με [[διπλή]] αιτ.· <i>Κυπρίδα οὔτασε χεῖρα</i>, πλήγωσε την [[Αφροδίτη]] στο [[χέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[σάκος]] οὔτασε, διαπέρασε, τρύπησε την [[ασπίδα]], στο ίδ.· με σύστ. αντ., [[ἕλκος]], ὅ με βροτὸς οὔτασεν [[ἀνήρ]], το [[τραύμα]] που μου προξένησε [[ένας]] [[θνητός]], [[ένας]] [[άνθρωπος]], στο ίδ.
}}
}}