οὐτάζω
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 420] wie οὐτάω, verwunden, eigtl. nur im Nahkampf mit Hieb- oder Stoßwaffen, im Gegensatz von βάλλω, Il. 14, 424. 21, 576, vgl. βάλλω; bes. Iliad. 16, 26 ff.; οὔτ' ἂρ βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ, οῦτ' αὐτοσχεδίην οὐταομένος Od. 11, 536; ξιφέεσσι αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο, Il. 7, 273; mit dem acc. der Person oder des Gliedes, welches verwundet wird, τὸν οὐτάζων ἔγχεϊ 20, 459, οὔτασε χεῖρα 5, 336, μετάφρενον οὔτασε δουρί 7, 258; Hes. Sc. 461; pass. οὐτασται, Il. 11, 861; auch mit doppeltem acc., Κύπριδα οὔτασε χεῖρα, 5, 458, u. anders, ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὐτασεν ἀνήρ, 5, 361, die Wunde, welche der Mann mir schlug; selten von Sachen, οὔταζον σάκος, 13, 552, sie teafen, beschädigten den Schild, wie 7, 258; Hes. Sc. 363. – Auch bei den Tragg.; καιρίως οὐτασμένος, Aesch. Ag. 1317; οὐτάσας πυρί, vom Blitze, Eur. Hipp. 684; τοξεύμασιν, Herc. Eur. 199; τίν' ἄνδρα οὐτάσει, Rhes. 255; sp. D., wie Opp., βελέεσσιν, Hal. 2, 373. 4, 522.
French (Bailly abrégé)
f. οὐτάσω, ao. οὔτασα, pf. inus.
Pass. ao. οὐτάσθην, pf. οὔτασμαι;
blesser : οὐτ. τινὰ χεῖρα IL frapper qqn à la main ; ἕλκος ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ IL la blessure que m'a faite un mortel ; τινα ἔγχει IL blesser qqn d'une javeline.
Étymologie: cf. οὐτάω.
Russian (Dvoretsky)
οὐτάζω: разить, поражать, ранить (τινὰ χεῖρα и τινὰ κατ᾽ οὖς Hom.): ἕλκος τινὰ οὐ. Hom. нанести кому-л. рану; στῆθος μέσον οὐ. δουρί Hom. поразить в самую грудь копьем - см. тж. οὐτάω.
Greek (Liddell-Scott)
οὐτάζω: ἴδε ἐν λ. οὐτάω.
English (Autenrieth)
imp. οὔταε, ipf. οὔταζον, aor. οὔτασα, οὔτησα, iter. οὐτήσασκε, aor. 2 οὖτα, iter. οὔτασκε, inf. οὐτάμεν(αι), pass. ipf. οὐτάζοντο, perf. οὔτασται, part. οὐτασμένος and, with irreg. accent, οὐτάμενος: stab, wound by cutting or thrusting (αὐτοσχεδίην, αὐτοσχεδόν), thus opp. to βάλλειν, hit with a missile, Il. 11.659, ; ἕλκος, ‘inflict’ a wound, Il. 5.361; hence οὐταμένη ὠτειλή, Ξ, Il. 17.86.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
οὐτάζω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ οὔτασα — Παθ., παρακ. οὔτασμαι = οὐτάω, τραυματίζω, πληγώνω, με διπλή αιτ.· Κυπρίδα οὔτασε χεῖρα, πλήγωσε την Αφροδίτη στο χέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σάκος οὔτασε, διαπέρασε, τρύπησε την ασπίδα, στο ίδ.· με σύστ. αντ., ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ, το τραύμα που μου προξένησε ένας θνητός, ένας άνθρωπος, στο ίδ.
Middle Liddell
= οὐτάω
to wound, c. dupl. acc., Κυπρίδα οὔτασε χεῖρα wounded Venus on the hand, Il.; also, σάκος οὔτασε pierced the shield, Il.; c. acc. cogn., ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ the wound which a man struck me withal, Il.