χειμερινός: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χειμερινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα, [[χειμωνιάτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν μάχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για την [[εποχή]] του χειμώνα («χειμερινά ενδύματα»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] συστηματικά στη [[διάρκεια]] του χειμώνα («[[χειμερινός]] [[κολυμβητής]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χειμερινή [[αντοχή]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[απόκτηση]] αντοχής στο [[ψύχος]] του χειμώνα ορισμένων ευπαθών στο [[ψύχος]] [[φυτών]] με βαθμιαία [[έκθεση]] τους σε αυτό<br />β) «χειμερινή ώρα»<br /><b>αστρον.</b> η ώρα της ατράκτου στην οποία κανονικά ανήκει μία [[χώρα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη θερινή ώρα, που εν γένει προηγείται [[κατά]] μία ώρα και εφαρμόζεται [[κατά]] τη θερινή περίοδο, με σκοπό την [[εξοικονόμηση]] ενέργειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψυχρός]], [[παγετώδης]] («ἐν χωρίῳ χειμερινῷ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ χειμερινή</i> (ενν. <i>ὥρα</i>) και <i>τὰ χειμερινά</i><br />η [[εποχή]] του χειμώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χειμερινὸν σημεῑον» — [[σημάδι]] επερχόμενης τρικυμίας (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειμώνας]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[χειμερινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του χειμώνα, [[χειμωνιάτικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν μάχην», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για την [[εποχή]] του χειμώνα («χειμερινά ενδύματα»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] συστηματικά στη [[διάρκεια]] του χειμώνα («[[χειμερινός]] [[κολυμβητής]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χειμερινή [[αντοχή]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[απόκτηση]] αντοχής στο [[ψύχος]] του χειμώνα ορισμένων ευπαθών στο [[ψύχος]] [[φυτών]] με βαθμιαία [[έκθεση]] τους σε αυτό<br />β) «χειμερινή ώρα»<br /><b>αστρον.</b> η ώρα της ατράκτου στην οποία κανονικά ανήκει μία [[χώρα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη θερινή ώρα, που εν γένει προηγείται [[κατά]] μία ώρα και εφαρμόζεται [[κατά]] τη θερινή περίοδο, με σκοπό την [[εξοικονόμηση]] ενέργειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ψυχρός]], [[παγετώδης]] («ἐν χωρίῳ χειμερινῷ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως ουσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ χειμερινή</i> (ενν. <i>ὥρα</i>) και <i>τὰ χειμερινά</i><br />η [[εποχή]] του χειμώνα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χειμερινὸν σημεῑον» — [[σημάδι]] επερχόμενης τρικυμίας (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χειμώνας]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμερῐνός:''' -ή, -όν ([[χεῖμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το [[θερινός]], <i>χειμεριναὶ [[τροπαί]]</i> (βλ. [[τροπή]] I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν χειμερινήν</i> (ενν. <i>ὥρην</i>), κατά τη [[διάρκεια]] της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειμερινός]], σε Θουκ.· βλ. [[χειμέριος]].
}}
}}