χειμερινός
English (LSJ)
χειμερινή, χειμερινόν,
A of or in winter, opp. θερινός, χ. τροπαί Democr.14,etc.; χ. μῆνες Th.6.21; πρὸς ἥλιον τὸν χ. Hdt.1.193, cf. X.Mem.3.8.9; χ. ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ αἱ χ. Hp.Aër.3, cf. Arist.Mete.364b3; ὄμβροι Plb. 9.43.5; συσσίτια χ. Pl.Criti.112b; δεξαμεναί ib.117b; πυρετός Hp. Acut. (Sp.) 24; νόσοι Gal.17(1).734; ἀργυρώματα Ath.6.230d; μάχη D.18.216; [τινὰ τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χ. τρίχας their winter coat, Arist.Pr.893a5; χ. ὄνειρος a winter night's dream. Luc.Somn. 17; also τὴν χ. (sc. ὥρην) the winter season, Hdt.1.202, cf. Thphr. CP 4.8.1, D.S.1.11; τὰν χ. (sc. ἑξάμηνον) ἄρχειν SIG2940.3 (Cos); τὰ χ. Pl.Lg.683c, 915d.
2 stormy, χωρίον Th.2.70; τὸ χ., opp. τὸ εὐδιεινόν, Thphr. Vent.1.
3 χ. σημεῖον sign of a coming storm, Arist.Pr.941a2, Thphr. Sign.11.
German (Pape)
[Seite 1343] = χειμέριος, was zur Winterzeit geschieht; συσσίτια Plat. Critia. 112 b; τὰ χειμερινά, die Winterzeit, Legg. III, 683 c; ὁ μήν, ἐν ῳ τρέπεται θερινὸς ἥλιος εἰς τὰ χειμερινά XI, 915 d; μῆνες χειμερινοί Thuc. 6, 21; auch χωρίον, 2, 70; ἥλιος Xen. Mem. 3, 8,9; Sp., ἀνατολαί Pol. 5, 22, 3, ὄμβροι 9, 43, 5, τροπαί 3, 72, 3 u. öfter, wie περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. deor. concil. 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui est de l'hiver, qui se fait pendant l'hiver ; ἡ χειμερινή (ὥρη) HDT la mauvaise saison ; τὸ χειμερινόν ou τὰ χειμερινά, les brumes d'hiver, le mauvais temps, où règne le mauvais temps.
Étymologie: χεῖμα.
Russian (Dvoretsky)
χειμερῐνός:
1 зимний (μῆνες Thuc.; ὄμβροι Polyb.): πρὸς ἥλιον τετραμμένος τὸν χειμερινόν Her. обращенный к зимнему солнцу, т. е. на юг; περὶ τροπὰς χειμερινάς Luc. во время зимнего солнцестояния; χ. ὄνειρος Luc. сон в зимнюю ночь;
2 холодный, суровый (χωρίον Thuc.). - см. тж. χειμερινά и χειμερινή.
Greek (Liddell-Scott)
χειμερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χειμῶνα ἢ γινόμενος τὸν χειμῶνα, ἀντίθετον τῷ θερινός, χ. τροπαὶ (ἴδε ἔν λ. τροπὴ Ι)· χειμερινοὶ μῆνες Θουκ. 6. 21· πρὸς ἥλιον τὸν χειμερινὸν Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9· χειμερινὴ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ δυσμαὶ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 281, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3 κἐξ.· ὄμβροι Πολύβ. 9. 43, 5· χ. ξυσσίτια Πλάτ. Κριτί. 112Β, πρβλ. 117Β· ἀργυρώματα Ἀθήν. 230D· μάχη Δημ. 300. 17 [τίνα τῶν ζῴων] ἀποβάλλει τὰς χειμερινὰς τρίχας, τὴν χειμερινὴν αὐτῶν τρίχωσιν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 21· χειμερινὸς ὄνειρος, χειμερινῆς νυκτὸς ὄνειρον, δηλ. μακρόν, Λουκ. Ἐνύπ. 17 ― ὡσαύτως, τὴν χ. (ἐξυπακ. ὥρην), τὴν ἐποχὴν τοῦ χειμῶνος Ἡρόδ. 1. 102· οὕτω, τὰ χειμερινὰ Πλάτ. Νόμ. 683C, 915D. 2) χειμῶνι ὅμοιος, ψυχρός, παγετώδης (ὅτε ἡ σημασία πλησιάζει τῇ τῆς λέξ. χειμέριος), χωρίον Θουκ. 2. 70, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 1 πρὸς 6. 1 ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 332.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειμερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειμώνα ή αυτός που υπάρχει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, χειμωνιάτικος
2. αυτός που γίνεται τον χειμώνα (α. «χειμερινές εκπτώσεις» β. «χειμερινά αθλήματα» γ. «τὴν χειμερινὴν μάχην», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατάλληλος για την εποχή του χειμώνα («χειμερινά ενδύματα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με κάτι συστηματικά στη διάρκεια του χειμώνα («χειμερινός κολυμβητής»)
3. φρ. α) «χειμερινή αντοχή»
(γεωπ.) η απόκτηση αντοχής στο ψύχος του χειμώνα ορισμένων ευπαθών στο ψύχος φυτών με βαθμιαία έκθεση τους σε αυτό
β) «χειμερινή ώρα»
αστρον. η ώρα της ατράκτου στην οποία κανονικά ανήκει μία χώρα, σε αντιδιαστολή προς τη θερινή ώρα, που εν γένει προηγείται κατά μία ώρα και εφαρμόζεται κατά τη θερινή περίοδο, με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας
αρχ.
1. ψυχρός, παγετώδης («ἐν χωρίῳ χειμερινῷ», Θουκ.)
2. (το θηλ. ως ουσ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ χειμερινή (ενν. ὥρα) και τὰ χειμερινά
η εποχή του χειμώνα
3. φρ. «χειμερινὸν σημεῖον» — σημάδι επερχόμενης τρικυμίας (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].
Greek Monotonic
χειμερῐνός: -ή, -όν (χεῖμα)·
1. αυτός που ανήκει ή γίνεται τον χειμώνα, αντίθ. προς το θερινός, χειμεριναὶ τροπαί (βλ. τροπή I), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὴν χειμερινήν (ενν. ὥρην), κατά τη διάρκεια της εποχής του χειμώνα, σε Ηρόδ.
2. χειμερινός, σε Θουκ.· βλ. χειμέριος.
Middle Liddell
χειμερῐνός, ή, όν χεῖμα
1. of or in winter, of or in winter-time, opp. to θερινός, χ. τροπαί (v. τροπή 1), Hdt., Thuc., etc.; τὴν χ. (sc. ὥρην) during the winter season, Hdt.
2. wintry, Thuc.; v. χειμέριος.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
hibernus, wintry, stormy, 6.21.2, 7.16.2,
frigidus, cold, chilly, 2.70.2.