λουτροφόρος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[λουτροφόρος]]<br /><b>αρχαιολ.</b> α) [[άγαλμα]] κόρης ή αγοριού που κρατά [[υδρία]] και [[είναι]] τοποθετημένο σε τάφο αγάμων<br />β) [[αγγείο]] με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] της νύφης [[πριν]] από τον γάμο<br />γ) [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[λουτροφόρος]]<br /><b>αρχαιολ.</b> α) [[άγαλμα]] κόρης ή αγοριού που κρατά [[υδρία]] και [[είναι]] τοποθετημένο σε τάφο αγάμων<br />β) [[αγγείο]] με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] της νύφης [[πριν]] από τον γάμο<br />γ) [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λουτροφόρος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φέρει (κουβαλάει) [[νερό]] για [[λούσιμο]]· [[ιδίως]], στην Αθήνα, [[αρσενικό]] [[παιδί]], [[κοντινός]] [[συγγενής]] του γαμπρού, το οποίο έφερνε σ' αυτόν την [[ημέρα]] του γάμου του [[νερό]] από τη [[βρύση]] ([[πηγή]]) [[Καλλιρρόη]]· απ' όπου, [[λουτροφόρος]] [[χλιδή]], [[τελετή]] του γάμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[λουτροφόρος]], <i>ἡ</i>, μαύρο, [[μέλαν]] [[αγγείο]] που τοποθετούσαν στον τάφο των άγαμων [[ανδρών]] ή [[γυναικών]], σε Δημ., Ανθ.
}}
}}