Anonymous

λουτροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λουτροφόρος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φέρει (κουβαλάει) [[νερό]] για [[λούσιμο]]· [[ιδίως]], στην Αθήνα, [[αρσενικό]] [[παιδί]], [[κοντινός]] [[συγγενής]] του γαμπρού, το οποίο έφερνε σ' αυτόν την [[ημέρα]] του γάμου του [[νερό]] από τη [[βρύση]] ([[πηγή]]) [[Καλλιρρόη]]· απ' όπου, [[λουτροφόρος]] [[χλιδή]], [[τελετή]] του γάμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[λουτροφόρος]], <i>ἡ</i>, μαύρο, [[μέλαν]] [[αγγείο]] που τοποθετούσαν στον τάφο των άγαμων [[ανδρών]] ή [[γυναικών]], σε Δημ., Ανθ.
|lsmtext='''λουτροφόρος:''' -ον ([[φέρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φέρει (κουβαλάει) [[νερό]] για [[λούσιμο]]· [[ιδίως]], στην Αθήνα, [[αρσενικό]] [[παιδί]], [[κοντινός]] [[συγγενής]] του γαμπρού, το οποίο έφερνε σ' αυτόν την [[ημέρα]] του γάμου του [[νερό]] από τη [[βρύση]] ([[πηγή]]) [[Καλλιρρόη]]· απ' όπου, [[λουτροφόρος]] [[χλιδή]], [[τελετή]] του γάμου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[λουτροφόρος]], <i>ἡ</i>, μαύρο, [[μέλαν]] [[αγγείο]] που τοποθετούσαν στον τάφο των άγαμων [[ανδρών]] ή [[γυναικών]], σε Δημ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λουτροφόρος:''' <b class="num">II</b> ἡ (sc. [[παρθένος]]) дева, приносящая воду (статуя, по по друг. - sc. [[ὑδρία]] - ваза, которая ставилась на могиле умерших девушек) Dem.<br />приносящий воду для (обрядовых брачных) омовений: λ. [[χλιδή]] Eur. обряд брачного омовения.
}}
}}