συνεξαίρω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ.
}}
}}