3,258,247
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ. | |lsmtext='''συνεξαίρω:''' [[βοηθώ]] στην ύψωση — Παθ., μτχ. αορ. αʹ, <i>συνεξαρθείς</i>, αυτός που υψώθηκε συγχρόνως, σε Πλούτ.· αυτός που εξαίρεται, επαινείται συγχρόνως, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξαίρω samen optillen; pass.. συνεξαρθεὶς ὑπὸ τῶν συνθεόντων met vereende krachten opgetild (op een podium) door degenen die met hem mee waren gerend Plut. Ant. 12.3. overdr. helpen verheffen; Plut. Per. 4.6; tegelijk (met...) op een hoger plan brengen, met dat.; pass.. δοκεῖ συνεξαίρεσθαι οἴκου πολυτελείᾳ ἡ τοῦ λέγοντος γνώμη de mening van de spreker leek tot hetzelfde niveau te stijgen als de luxe van zijn huis Luc. 10.4. | |||
}} | }} |