συμφοιτητής: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [[συμφοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φοιτητής]] [[μαζί]] με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην [[ίδια]] ανώτερη ή ανώτατη [[σχολή]] με κάποιον άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμμαθητής]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συμπροσκυνητής]] στον ναό του Ασκληπιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφοιτητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που φοιτά από κοινού σε σχολείο, [[συμμαθητής]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}