συμφοιτητής

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφοιτητής Medium diacritics: συμφοιτητής Low diacritics: συμφοιτητής Capitals: ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: symphoitētḗs Transliteration B: symphoitētēs Transliteration C: symfoititis Beta Code: sumfoithth/s

English (LSJ)

συμφοιτητοῦ, ὁ,
A schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Phdr. 255a, X.HG2.4.20, Arist.EN1162a33, Gal.16.684.
II fellowpilgrim to the temple of Asclepius, Aristid.Or.50(26).42 (pl.), 48(24).27, 28(49).133. (Cf. φοιτητής.)

German (Pape)

[Seite 992] ὁ, der mit od. zugleich wohin, bes. in die Schule geht, Mitschüler; Plat. Phaedr. 255 a Euthyd. 272 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συμφοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφοιτητής -οῦ, ὁ [συμφοιτάω] medeleerling.

Russian (Dvoretsky)

συμφοιτητής: οῦ ὁ школьный товарищ, соученик Xen., Plat., Arst.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν συμφοιτῶ
νεοελλ.
φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον
αρχ.
1. συμμαθητής
2. (ειδικά) συμπροσκυνητής στον ναό του Ασκληπιού.

Greek Monotonic

συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φοιτά από κοινού σε σχολείο, συμμαθητής, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, συμμαθητής, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Φαῖδρ. 255Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 8. Πρβλ. φοιτητής.

Middle Liddell

συμφοιτητής, οῦ, ὁ, [from συμφοιτάω
a school-fellow, Plat., Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συμφοιτῶ → σύν + φοιτῶ (=συχνάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.