συμφοιτητής
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
συμφοιτητοῦ, ὁ,
A schoolfellow, Pl.Euthd.272c, Phdr. 255a, X.HG2.4.20, Arist.EN1162a33, Gal.16.684.
II fellowpilgrim to the temple of Asclepius, Aristid.Or.50(26).42 (pl.), 48(24).27, 28(49).133. (Cf. φοιτητής.)
German (Pape)
[Seite 992] ὁ, der mit od. zugleich wohin, bes. in die Schule geht, Mitschüler; Plat. Phaedr. 255 a Euthyd. 272 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
condisciple.
Étymologie: συμφοιτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφοιτητής -οῦ, ὁ [συμφοιτάω] medeleerling.
Russian (Dvoretsky)
συμφοιτητής: οῦ ὁ школьный товарищ, соученик Xen., Plat., Arst.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν συμφοιτῶ
νεοελλ.
φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον
αρχ.
1. συμμαθητής
2. (ειδικά) συμπροσκυνητής στον ναό του Ασκληπιού.
Greek Monotonic
συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φοιτά από κοινού σε σχολείο, συμμαθητής, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμφοιτητής: -οῦ, ὁ, συμμαθητής, Πλάτ. Εὐθύδ. 272D, Φαῖδρ. 255Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 8. Πρβλ. φοιτητής.
Middle Liddell
συμφοιτητής, οῦ, ὁ, [from συμφοιτάω
a school-fellow, Plat., Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συμφοιτῶ → σύν + φοιτῶ (=συχνάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.