νόος: Difference between revisions

2,468 bytes added ,  30 December 2018
5
(27)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νόος]], ὁ (Α)<br />(ασυναίρ. τ.) <b>βλ.</b> [[νους]].
|mltxt=[[νόος]], ὁ (Α)<br />(ασυναίρ. τ.) <b>βλ.</b> [[νους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νόος:''' νόου, Αττ. συνηρ. [[νοῦς]], νοῦ, ὁ· στους μεταγεν. συγγραφείς απαντούν πτώσεις της γʹ κλίσης, γεν. <i>νοός</i>, δοτ. <i>νοΐ</i>, αιτ. [[νοῦν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μυαλό]], [[διάνοια]], [[αντίληψη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>νόῳ</i>, με νου, [[φρόνιμα]], συνετά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>παρὲκ νόον</i>, ασυναίσθητα, ανόητα, άκριτα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σὺν νόῳ</i>, με [[σωφροσύνη]], σε Ηρόδ.· νόῳ [[λαβεῖν]] τι, [[αντίληψη]] ενός πράγματος, στον ίδ.· <i>νόῳ ἔχειν</i>, έχω στο νου μου, [[σκέπτομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[φράση]] [[νοῦν]] ἔχειν σημαίνει: <b>α)</b> έχω [[συναίσθηση]], είμαι [[λογικός]], [[σώφρων]], [[φρόνιμος]], σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.· περισσὰ πράσσειν οὐκἔχει [[νοῦν]] οὐδένα, το να επιδιώκεις τόσο [[πολλά]] δεν έχει [[νόημα]], σε Σοφ. <b>β)</b> έχω το [[μυαλό]] μου στραμμένο σε [[κάτι]]· ἄλλοσ' [[ὄμμα]], [[θητέρᾳ]] δὲ [[νοῦν]] ἔχειν, σε Σοφ.· [[δεῦρο]] [[νοῦν]] ἔχε, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ψυχή]], [[συναίσθημα]], «[[καρδιά]]»· [[χαῖρε]] νόῳ, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[νόος]] [[ἔμπεδος]], [[ἀπηνής]], σε Όμηρ.· <i>ἐκ παντὸς νόου</i>, με όλη του την [[καρδιά]] και την [[ψυχή]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ο [[νους]] σαν όργανο λήψης αποφάσεων και σχεδιασμών· <i>τί σοι ἐν νόῳ ἐστὶ ποιεῖν;</i> τί σκοπεύεις να κάνεις; στον ίδ.· <i>ἐν νόῳ ἔχειν</i>, με απαρ., [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], προδιατίθεμαι να..., στον ίδ.· <i>νόον τελεῖν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σημασία]] ή [[νόημα]], [[έννοια]] λέξης ή φράσης, πρότασης ή λόγου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}