3,273,006
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στη [[μάχη]], [[πολεμικός]] («πόλιν δορίπονον», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «δορίπονα [[κακά]]» — συμφορές από τον πόλεμο, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[δορίπονος]] [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] που τη χτυπούν τα δόρατα (<b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[δορίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στη [[μάχη]], [[πολεμικός]] («πόλιν δορίπονον», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «δορίπονα [[κακά]]» — συμφορές από τον πόλεμο, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[δορίπονος]] [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] που τη χτυπούν τα δόρατα (<b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορίπονος:''' -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το [[δόρυ]], δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |