διάκενος: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάκενος]], -ον) [[κενός]]<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[κενός]], [[άδειος]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i> (<i>ν</i>)<br />[[κενός]] ή [[ελεύθερος]] [[ενδιάμεσος]] [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i><br />το [[μέρος]] ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί [[μέσα]] στον σίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> [[αραιός]], [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> [[ισχνός]], [[λεπτός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κενόδοξος]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> [[άτονος]], [[αδύνατος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάκενος]], -ον) [[κενός]]<br /><b>1.</b> ο εντελώς [[κενός]], [[άδειος]], [[κούφιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i> (<i>ν</i>)<br />[[κενός]] ή [[ελεύθερος]] [[ενδιάμεσος]] [[χώρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>διάκενο</i><br />το [[μέρος]] ενός μαγνητικού κυκλώματος στο οποίο η μαγνητική ροή δεν κυκλοφορεί [[μέσα]] στον σίδηρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>2.</b> [[αραιός]], [[πορώδης]]<br /><b>3.</b> [[ισχνός]], [[λεπτός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[κενόδοξος]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> [[άτονος]], [[αδύνατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάκενος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι εντελώς [[άδειος]] ή [[κοίλος]], [[κούφιος]]· <i>τὸ δ</i>., [[κενό]], [[χάσμα]], Λατ. vacuum, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[λεπτός]], [[ισχνός]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}