Anonymous

διάκενος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάκενος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι εντελώς [[άδειος]] ή [[κοίλος]], [[κούφιος]]· <i>τὸ δ</i>., [[κενό]], [[χάσμα]], Λατ. vacuum, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[λεπτός]], [[ισχνός]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''διάκενος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι εντελώς [[άδειος]] ή [[κοίλος]], [[κούφιος]]· <i>τὸ δ</i>., [[κενό]], [[χάσμα]], Λατ. vacuum, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[λεπτός]], [[ισχνός]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάκενος:''' <b class="num">1)</b> досл. пустой, перен. тощий, худой ([[ἕξεις]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> тонкий (κίονες Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. призрачный ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}