παροργίζω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εξοργίζω]] κάποιον, [[προκαλώ]] την [[οργή]] του.
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εξοργίζω]] κάποιον, [[προκαλώ]] την [[οργή]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροργίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον θυμό, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., σε Δημ.
}}
}}