3,277,121
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή για [[χώρα]]) αυτός που έχει [[αφθονία]] σίτου («δι' ὃ καὶ ή [[Σικελία]] [[πολύσιτος]]», θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, [[πολυφαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για πρόσ. ή για [[χώρα]]) αυτός που έχει [[αφθονία]] σίτου («δι' ὃ καὶ ή [[Σικελία]] [[πολύσιτος]]», θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, [[πολυφαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῖτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>σιτος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύσῑτος:''' -ον,·<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε [[σιτάρι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> πλήρως τρεφόμενος, [[γεμάτος]] [[τροφή]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |