πολύσιτος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσῑτος Medium diacritics: πολύσιτος Low diacritics: πολύσιτος Capitals: ΠΟΛΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: polýsitos Transliteration B: polysitos Transliteration C: polysitos Beta Code: polu/sitos

English (LSJ)

πολύσιτον,
A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr. HP 8.6.6, Str.15.3.11.
II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.

German (Pape)

[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

πολύσῑτος:
1 изобилующий хлебом Xen.;
2 наевшийся до отвала Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγόσιτος)].

Greek Monotonic

πολύσῑτος: -ον,·
I. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν.
II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

πολύ-σῑτος, ον,
I. abounding in corn, Xen.
II. high-fed, full of meat, Theocr.