3,273,768
edits
(45) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. [[φράσδω]] και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους [[φράσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]] («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]], [[διευκρινίζω]] («φράσον, [[ἅπερ]] γ' ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημαίνω]], [[υποδηλώνω]] («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]] («[[δόλος]] ἦν ὁ φράσας, [[ἔρος]] ὁ κτείνας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>φράζομαι</i><br />α) [[συλλογίζομαι]] («[[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]] («[[φράσσεται]] ὥς κε νέηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φαντάζομαι]], [[υποθέτω]] («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον [[εἶναι]] [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[παρατηρώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παρατηρώ]], παραφυλάγω<br />στ) πληροφορούμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀμφὶς φράζομαι» — [[διχογνωμώ]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[φράζω]] τινι τι» και «[[φράζω]] τινα τι» και «[[φράζω]] τι [[πρός]] τινα» — λέω, [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. [[φράζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰδjω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φρν</i>- της ρίζας της λ. [[φρήν]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]])].———————— <b>(II)</b><br />[[φράσσω]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φράσσω]] Ν, και [[φράττω]] και ποιητ. τ. [[φράγνυμι]] και [[φάργνυμι]] και τ. μέσ. φαρκτοῡμαι, -όομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] φράχτη, [[περικλείω]], [[προστατεύω]] με φράχτη (α. «[[φράζω]] το [[περιβόλι]]» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] φραγμό, [[αποφράσσω]], [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα [[μπάζα]]» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν [[ὀπίσω]] φέρουσαν ὁδόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]] το [[στόμιο]], [[βουλλώνω]] (α. «έφραξε με [[στουπί]] την [[τρύπα]] του βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν [[διώρυγα]] ἡμῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φράζω]] το [[στόμα]]» και «[[φράττω]] τὸ [[στόμα]]» — [[κάνω]] κάποιον να σιωπήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> αποφράσσομαι, [[βουλλώνω]] («έφραξε ο [[νεροχύτης]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα φραγμένα</i><br />τα χωράφια που έχουν [[περίφραξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φράζω]] το [[στόμα]] κάποιου»<br /><b>μτφ.</b> [[αποστομώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιορίζω]] κάποιον σε έναν χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συναρμολογώ]] («φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φράττομαι</i><br />[[ενισχύω]] τα οχυρά μου<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ πεφραγμένοι</i><br />οι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική [[άποψη]], το ρ. [[φράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰκjω</i>) έχει σχηματιστεί από ένα θ. <i>φρᾰκ</i>-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhrk</i><sup>w</sup>- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Λόγω της διπλής αντιπροσώπευσης -<i>ᾰρ</i>- / -<i>ρᾰ</i> του φωνηεντικού <i>ř</i> απαντούν [[συχνά]] παρλλ. τ., όπως οι [[φράγμα]] / [[φάργμα]], [[φρακτός]] / [[φαρκτός]], <i>φράξαι</i> / <i>φάρξαι</i>, [[φράξις]] / [[φάρξις]]. Για την [[απόδοση]] του φωνηεντικού ř της ίδιας ρίζας και ως -<i>υρ</i>- / -<i>ρυ</i>- στους τ. [[φύρκος]] και <i>φρύκες</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φύρκος]]) <b>πρβλ.</b> και [[σφαῖρα]]: [[σφῦρα]]. Ως [[προς]] το ουρανικό [[σύμφωνο]] του θ., το κλειστό άηχο -<i>κ</i>- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- στα παρ. [[φράγμα]], [[φραγμός]]. Λόγω της σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και του αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -<i>φραγμα</i>, <i>το φραγ</i>- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. [[φράγνυμι]], ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>φράγ</i>-<i>ην</i> και το μτγν. ουσ. <i>φραγ</i>-<i>ή</i>. Αντίθετα, η παλαιότερη [[σύνδεση]] του ρ. με το λατ. <i>farcio</i> «[[γεμίζω]], [[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ [[ούτε]] και [[εκείνη]] με τη λ. [[φρήν]] με σημ. «[[διάφραγμα]]» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[φράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔφραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[κράζω]]: <i>έκραξα</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και δωρ. τ. [[φράσδω]] και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους [[φράσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[υποδεικνύω]] («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]], [[διευκρινίζω]] («φράσον, [[ἅπερ]] γ' ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημαίνω]], [[υποδηλώνω]] («τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται δὲ τ' ἀκούων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμβουλεύω]] («[[δόλος]] ἦν ὁ φράσας, [[ἔρος]] ὁ κτείνας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>φράζομαι</i><br />α) [[συλλογίζομαι]] («[[εὔκηλος]] τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλησθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]] («[[φράσσεται]] ὥς κε νέηται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[φαντάζομαι]], [[υποθέτω]] («οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλον φράζετο τοῦδε γέ μοι κρατερώτερον [[εἶναι]] [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[παρατηρώ]], [[αντιλαμβάνομαι]] («τὸν δὲ φράσσατο προσιόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παρατηρώ]], παραφυλάγω<br />στ) πληροφορούμαι<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀμφὶς φράζομαι» — [[διχογνωμώ]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[φράζω]] τινι τι» και «[[φράζω]] τινα τι» και «[[φράζω]] τι [[πρός]] τινα» — λέω, [[αναφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], που θεωρείται μορφολογικά και σημασιολογικά ικανοποιητική, το ρ. [[φράζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰδjω</i>) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φρν</i>- της ρίζας της λ. [[φρήν]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φρην]])].———————— <b>(II)</b><br />[[φράσσω]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φράσσω]] Ν, και [[φράττω]] και ποιητ. τ. [[φράγνυμι]] και [[φάργνυμι]] και τ. μέσ. φαρκτοῡμαι, -όομαι, Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] φράχτη, [[περικλείω]], [[προστατεύω]] με φράχτη (α. «[[φράζω]] το [[περιβόλι]]» β. «ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] φραγμό, [[αποφράσσω]], [[εμποδίζω]] τη [[διέλευση]] (α. «έφραξαν τον δρόμο με τα [[μπάζα]]» β. «φράξαντες αὐτῶν τὴν [[ὀπίσω]] φέρουσαν ὁδόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κλείνω]] το [[στόμιο]], [[βουλλώνω]] (α. «έφραξε με [[στουπί]] την [[τρύπα]] του βαρελιού» β. «ἔφραξε τὴν [[διώρυγα]] ἡμῶν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φράζω]] το [[στόμα]]» και «[[φράττω]] τὸ [[στόμα]]» — [[κάνω]] κάποιον να σιωπήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> αποφράσσομαι, [[βουλλώνω]] («έφραξε ο [[νεροχύτης]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τα φραγμένα</i><br />τα χωράφια που έχουν [[περίφραξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φράζω]] το [[στόμα]] κάποιου»<br /><b>μτφ.</b> [[αποστομώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιορίζω]] κάποιον σε έναν χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[συναρμολογώ]] («φράξαντες [[δόρυ]] δουρί, [[σάκος]] σάκεϊ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φράττομαι</i><br />[[ενισχύω]] τα οχυρά μου<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ πεφραγμένοι</i><br />οι οχυρωμένοι, οι έτοιμοι για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. αβέβαιης ετυμολ., το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών. Από μορφολογική [[άποψη]], το ρ. [[φράσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φρᾰκjω</i>) έχει σχηματιστεί από ένα θ. <i>φρᾰκ</i>-, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>bhrk</i><sup>w</sup>- μιας ΙΕ ρίζας, και εμφανίζει ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i>. Λόγω της διπλής αντιπροσώπευσης -<i>ᾰρ</i>- / -<i>ρᾰ</i> του φωνηεντικού <i>ř</i> απαντούν [[συχνά]] παρλλ. τ., όπως οι [[φράγμα]] / [[φάργμα]], [[φρακτός]] / [[φαρκτός]], <i>φράξαι</i> / <i>φάρξαι</i>, [[φράξις]] / [[φάρξις]]. Για την [[απόδοση]] του φωνηεντικού ř της ίδιας ρίζας και ως -<i>υρ</i>- / -<i>ρυ</i>- στους τ. [[φύρκος]] και <i>φρύκες</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φύρκος]]) <b>πρβλ.</b> και [[σφαῖρα]]: [[σφῦρα]]. Ως [[προς]] το ουρανικό [[σύμφωνο]] του θ., το κλειστό άηχο -<i>κ</i>- τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -<i>γ</i>- [[μπροστά]] από το έρρινο -<i>μ</i>- στα παρ. [[φράγμα]], [[φραγμός]]. Λόγω της σπουδαιότητας τών παρ. αυτών και του αριθμού τών σύνθ. με β' συνθετικό -<i>φραγμα</i>, <i>το φραγ</i>- εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο θ., από το οποίο σχηματίστηκαν το ρ. [[φράγνυμι]], ο αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>φράγ</i>-<i>ην</i> και το μτγν. ουσ. <i>φραγ</i>-<i>ή</i>. Αντίθετα, η παλαιότερη [[σύνδεση]] του ρ. με το λατ. <i>farcio</i> «[[γεμίζω]], [[παραγεμίζω]], [[μπουκώνω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ [[ούτε]] και [[εκείνη]] με τη λ. [[φρήν]] με σημ. «[[διάφραγμα]]» θεωρείται πιθανή. Τέλος, ο νεοελλ. τ. [[φράζω]] έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἔφραξα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[κράζω]]: <i>έκραξα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φράζω:''' (√<i>ΦΡΑΔ</i>)· ποιητ. παρατ. <i>φράζον</i>, μέλ. <i>φράσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφρᾰσα</i>, Επικ. <i>φράσα</i>, ποιητ. επίσης <i>φράσσα</i>· παρακ. <i>πέφρᾰκα</i>. Επικ. αόρ. βʹ <i>πέφρᾰδον</i>, [[ἐπέφραδον]], προστ. [[πέφραδε]], γʹ ενικ. ευκτ. <i>πεφράδοι</i>, απαρ. [[πεφραδέειν]], [[πεφραδέμεν]] — Μέσ., Επικ. προστ. [[φράζεο]], [[φράζευ]]· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. [[φράζετο]], <i>φραζέσκετο</i>· μέλ. <i>φράσομαι</i>, Επικ. <i>φράσσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφρασάμην]], Επικ. <i>φρασάμην</i>, γʹ ενικ. και πληθ. <i>ἐφράσσατο</i>, [[φράσσαντο]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[φράσσεται]], Επικ. απαρ. <i>φράσσασθαι</i> — Παθ., (με την [[ίδια]] [[σημασία]] όπως στη Μέσ.), αόρ. αʹ <i>ἐφράσθην</i>, παρακ. <i>πέφρασμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δηλώνω]], [[δείχνω]], [[προσδιορίζω]], σε Όμηρ.· μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσιν, κάνε το γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔφρασε τὴν ἀτραπόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε</i>, <i>τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φανερώνω]], [[δηλώνω]], [[εξηγώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., λέω για κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.· διαφέρει από το [[λέγω]] όπως η [[εξήγηση]], [[διασαφήνιση]] από την απλή [[ομιλία]].<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., λέω σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[παρατηρώ]], [[συμβουλεύω]], σε Σοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., [[υποδεικνύω]] στον εαυτό μου, δηλ. [[σκέφτομαι]] ή [[συλλογίζομαι]], [[θεωρώ]], [[κρίνω]], [[συζητώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς [[φράζω]], [[σκέφτομαι]] διαφορετικά, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]], [[διανοούμαι]], [[μηχανώμαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], [[φράζω]] τινὶ θάνατον, σε Όμηρ.· [[φράσσεται]] ὥς κε νέηται, θα σκεφτεί με ποιο τρόπο..., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., [[σκέφτομαι]], [[υποθέτω]], [[πιστεύω]], [[φαντάζομαι]] ότι..., στο ίδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[σημειώνω]], [[βλέπω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· με γεν., όπως [[αἰσθάνομαι]], σε Θεόκρ.·<br /><b class="num">5.</b> [[παρακολουθώ]], [[προστατεύω]], σε Ομήρ. Οδ.· φυλάσσομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[φράζευ]] [[κύνα]], Λατ. cave canem, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>φράζου μὴ φωνεῖν</i>, πρόσεχε να μη μιλήσεις, σε Σοφ.· ομοίως απόλ., [[προσέχω]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |