Anonymous

φράζω: Difference between revisions

From LSJ
3,757 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φράζω:''' (√<i>ΦΡΑΔ</i>)· ποιητ. παρατ. <i>φράζον</i>, μέλ. <i>φράσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφρᾰσα</i>, Επικ. <i>φράσα</i>, ποιητ. επίσης <i>φράσσα</i>· παρακ. <i>πέφρᾰκα</i>. Επικ. αόρ. βʹ <i>πέφρᾰδον</i>, [[ἐπέφραδον]], προστ. [[πέφραδε]], γʹ ενικ. ευκτ. <i>πεφράδοι</i>, απαρ. [[πεφραδέειν]], [[πεφραδέμεν]] — Μέσ., Επικ. προστ. [[φράζεο]], [[φράζευ]]· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. [[φράζετο]], <i>φραζέσκετο</i>· μέλ. <i>φράσομαι</i>, Επικ. <i>φράσσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφρασάμην]], Επικ. <i>φρασάμην</i>, γʹ ενικ. και πληθ. <i>ἐφράσσατο</i>, [[φράσσαντο]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[φράσσεται]], Επικ. απαρ. <i>φράσσασθαι</i> — Παθ., (με την [[ίδια]] [[σημασία]] όπως στη Μέσ.), αόρ. αʹ <i>ἐφράσθην</i>, παρακ. <i>πέφρασμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δηλώνω]], [[δείχνω]], [[προσδιορίζω]], σε Όμηρ.· μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσιν, κάνε το γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔφρασε τὴν ἀτραπόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε</i>, <i>τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φανερώνω]], [[δηλώνω]], [[εξηγώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., λέω για κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.· διαφέρει από το [[λέγω]] όπως η [[εξήγηση]], [[διασαφήνιση]] από την απλή [[ομιλία]].<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., λέω σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[παρατηρώ]], [[συμβουλεύω]], σε Σοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., [[υποδεικνύω]] στον εαυτό μου, δηλ. [[σκέφτομαι]] ή [[συλλογίζομαι]], [[θεωρώ]], [[κρίνω]], [[συζητώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς [[φράζω]], [[σκέφτομαι]] διαφορετικά, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]], [[διανοούμαι]], [[μηχανώμαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], [[φράζω]] τινὶ θάνατον, σε Όμηρ.· [[φράσσεται]] ὥς κε νέηται, θα σκεφτεί με ποιο τρόπο..., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., [[σκέφτομαι]], [[υποθέτω]], [[πιστεύω]], [[φαντάζομαι]] ότι..., στο ίδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[σημειώνω]], [[βλέπω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· με γεν., όπως [[αἰσθάνομαι]], σε Θεόκρ.·<br /><b class="num">5.</b> [[παρακολουθώ]], [[προστατεύω]], σε Ομήρ. Οδ.· φυλάσσομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[φράζευ]] [[κύνα]], Λατ. cave canem, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>φράζου μὴ φωνεῖν</i>, πρόσεχε να μη μιλήσεις, σε Σοφ.· ομοίως απόλ., [[προσέχω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''φράζω:''' (√<i>ΦΡΑΔ</i>)· ποιητ. παρατ. <i>φράζον</i>, μέλ. <i>φράσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔφρᾰσα</i>, Επικ. <i>φράσα</i>, ποιητ. επίσης <i>φράσσα</i>· παρακ. <i>πέφρᾰκα</i>. Επικ. αόρ. βʹ <i>πέφρᾰδον</i>, [[ἐπέφραδον]], προστ. [[πέφραδε]], γʹ ενικ. ευκτ. <i>πεφράδοι</i>, απαρ. [[πεφραδέειν]], [[πεφραδέμεν]] — Μέσ., Επικ. προστ. [[φράζεο]], [[φράζευ]]· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. [[φράζετο]], <i>φραζέσκετο</i>· μέλ. <i>φράσομαι</i>, Επικ. <i>φράσσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐφρασάμην]], Επικ. <i>φρασάμην</i>, γʹ ενικ. και πληθ. <i>ἐφράσσατο</i>, [[φράσσαντο]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[φράσσεται]], Επικ. απαρ. <i>φράσσασθαι</i> — Παθ., (με την [[ίδια]] [[σημασία]] όπως στη Μέσ.), αόρ. αʹ <i>ἐφράσθην</i>, παρακ. <i>πέφρασμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δηλώνω]], [[δείχνω]], [[προσδιορίζω]], σε Όμηρ.· μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσιν, κάνε το γνωστό σε όλο τον κόσμο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔφρασε τὴν ἀτραπόν</i>, σε Ηρόδ.· <i>φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε</i>, <i>τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φανερώνω]], [[δηλώνω]], [[εξηγώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., λέω για κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.· διαφέρει από το [[λέγω]] όπως η [[εξήγηση]], [[διασαφήνιση]] από την απλή [[ομιλία]].<br /><b class="num">3.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., λέω σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Όμηρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ., [[παρατηρώ]], [[συμβουλεύω]], σε Σοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. και Παθ., [[υποδεικνύω]] στον εαυτό μου, δηλ. [[σκέφτομαι]] ή [[συλλογίζομαι]], [[θεωρώ]], [[κρίνω]], [[συζητώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ἀμείνω</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς [[φράζω]], [[σκέφτομαι]] διαφορετικά, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέφτομαι]], [[διανοούμαι]], [[μηχανώμαι]], [[επινοώ]], [[σχεδιάζω]], [[φράζω]] τινὶ θάνατον, σε Όμηρ.· [[φράσσεται]] ὥς κε νέηται, θα σκεφτεί με ποιο τρόπο..., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., [[σκέφτομαι]], [[υποθέτω]], [[πιστεύω]], [[φαντάζομαι]] ότι..., στο ίδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[σημειώνω]], [[βλέπω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ.· με γεν., όπως [[αἰσθάνομαι]], σε Θεόκρ.·<br /><b class="num">5.</b> [[παρακολουθώ]], [[προστατεύω]], σε Ομήρ. Οδ.· φυλάσσομαι, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[φράζευ]] [[κύνα]], Λατ. cave canem, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>φράζου μὴ φωνεῖν</i>, πρόσεχε να μη μιλήσεις, σε Σοφ.· ομοίως απόλ., [[προσέχω]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φράζω:''' (aor. ἔφρᾰσα - эп. φράσα и [[ἔφρασσα]], эп. aor. 2 (ἐ)[[πέφραδον]], pf. πέφρᾰκα; med.: aor. [[ἐφρασάμην]] и ἐφράσθην - эп. φρασάμην и ἐφρασσάμην, fut. φράσομαι - эп. [[φράσσομαι]], pf. πέφρασμαι)<br /><b class="num">1)</b> указывать, объяснять (οὐχ [[ἁπλῶς]] [[εἰπεῖν]], ἀλλὰ [[σαφῶς]] φράσαι Isocr.): φ. τί τινι, πρός τινα и τινά Her., Isocr., Arph.; объяснять что-л. кому-л.; σήματα φ. Hom. перечислять признаки; φ. τῇ χειρί Her. делать знак(и) рукой, объяснять жестами; φράσαι τὴν ἀτραπὸν τὴν φέρουσαν ἐς Θερμοπύλας Her. указать тропинку, ведущую в Фермопилы; φράζε δὴ τί φής или φράσον δ᾽ [[ἅπερ]] ἔλεξας Soph. объясни же, что ты говоришь; πυνθανομένοις τι διὰ μαντικῆς φ. Xen. давать вопрошающим прорицания; φράσαι διὰ τῶν γραμμάτων Plut. изложить письменно;<br /><b class="num">2)</b> говорить, сообщать, объявлять: μῦθον [[πέφραδε]] πᾶσι Hom. объяви всем; φράζει, ὅτι [[ἔνδον]] [[ἐστί]] Lys. (она) сообщает (мне), что (он) здесь; εἰ [[ῥητόν]], φράσον Aesch. если можно, скажи; τῆς μητρὸς [[ἥκω]] τῆς ἐμῆς φράσων ἐν [[οἷς]] [[νῦν]] ἐστιν Soph. я пришел рассказать (тебе), что с моей матерью; φ. τινὶ πάντα τὰ παρεόντα πρήγματα Her. сообщать кому-л. все о положении дел;<br /><b class="num">3)</b> подсказывать, советовать ([[ἔρος]] ἦν ὁ φράσας Soph.);<br /><b class="num">4)</b> приказывать, распоряжаться (τινι ποιεῖν τι Thuc., Xen.);<br /><b class="num">5)</b> med. узнавать, получать сведения: ἐξ ἑτέρων μῦθον ἔχειν φράσασθαι Eur. узнать (о чем-л.) из чужих рассказов; [[φράζευ]] λογίων ὁδόν Arph. пойми смысл (вещих) слов;<br /><b class="num">6)</b> med. узнавать, распознавать (τινά или τι Hom.);<br /><b class="num">7)</b> med. замечать, видеть (τινα или τι Hom.): τὸν φράσατο προσιόντα Hom. (Одиссеи) заметил приближающегося человека;<br /><b class="num">8)</b> med. внимательно осматриваться, остерегаться (φράσσασθαι [[λόχον]] Her.): φράζου μὴ [[πόρσω]] φωνεῖν Soph. смотри, ни слова больше; φράσσαι τινά, μὴ σε δολώσῃ Arph. берегись, как бы кто-л. тебя не перехитрил;<br /><b class="num">9)</b> med. думать, размышлять: φράζεσθαί τι θυμῷ или ἐνὶ φρεσί Hom. обдумывать что-л. про себя; ἀμφὶς φράζεσθαι Hom. расходиться в мнениях;<br /><b class="num">10)</b> med. замышлять, задумывать (κακά τινι, τινι ὄλεθρον Hom.): φράσσασθαι [[ἠρίον]] τινί Hom. задумать (воздвигнуть) гробницу кому-л.
}}
}}