σιδηρόω: Difference between revisions

6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />munir de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
|btext=-ῶ :<br />munir de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
}}
}}