Anonymous

σιδηρόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
|lsmtext='''σῐδηρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[σίδηρος]]), [[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ [[μέγα]] καὶ τοῦ [[ἄλλου]] ξύλου, είχε επιστρωθεί [[σίδηρος]] σ' ένα μεγάλο [[τμήμα]] και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόω:''' покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ [[κεραία]]) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.
}}
}}