ἀνέκπληκτος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέκπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[ατάραχος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[έκπληξη]], δεν εντυπωσιάζει.
|mltxt=[[ἀνέκπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], [[ατάραχος]], [[ψύχραιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προξενεί [[έκπληξη]], δεν εντυπωσιάζει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέκπληκτος:''' -ον ([[ἐκπλήσσω]]), [[άφοβος]], [[άτρομος]], [[ατάραχος]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ἀνέκπληκτον</i>, [[αφοβία]], [[παλικαριά]], σε Ξεν.
}}
}}