ἀνέκπληκτος
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ἀνέκπληκτον,
A undaunted, intrepid, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117; ὑπὸ κακῶν Pl.R. 619a:—τὸ ἀνεκπληκτότατον X. Ages.6.7. Adv. ἀνεκπλήκτως Plu.2.260c, Hierocl.in CA10p.434M.
II Act., making no impression, λέξις Plu.2.7a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intrépido de personas, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117, Arist.EN 1115b11, D.C.68.23.2
•subst. τὸ ἀ. la intrepidez X.Ages.6.7, Aristaenet.2.17.14, M.Ant.1.15
•que no se arredra ὑπὸ ... τῶν κακῶν Pl.R.619a.
2 que no causa impresión λέξις Plu.2.7a.
II adv. -ως intrépidamente εἶπεν Plu.2.260c, ὑπομένειν Hierocl.in CA 10.5.
German (Pape)
[Seite 221] 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non effrayé ; πρός τι PLUT qui ne se laisse pas effrayer ou étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;
2 qui ne fait aucune impression.
Étymologie: ἀ, ἐκπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκπληκτος:
1 неустрашимый (ἀνήρ Plat., Arst.; τόλμη Plut.): ἀ. ὑπό τινος Plat. и πρός или παρά τι Plut. не испытывающий страха перед чем-л.;
2 не производящий никакого впечатления (ἡ ἰσχνὴ λέξις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἄφοβος, ἄτρομος, ἀτάραχος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· πρός τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = ἀνεκπληξία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.
Greek Monolingual
ἀνέκπληκτος, -ον (Α)
1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος
2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει.
Greek Monotonic
ἀνέκπληκτος: -ον (ἐκπλήσσω), άφοβος, άτρομος, ατάραχος, σε Πλάτ.· τὸ ἀνέκπληκτον, αφοβία, παλικαριά, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐκπλήσσω
undaunted, intrepid, Plat.:— τὸ ἀνέκπληκτον intrepidity, Xen.