ἀνθηρός: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνθηρός]], -ά, -όν) [[άνθος]]<br />(για [[έδαφος]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] [[άνθη]], λουλουδιασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[δυνατός]], [[γερός]], [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ανθηρά οικονομικά [[μέσα]]» — [[μεγάλη]] οικονομική [[ευχέρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανθισμένος, [[γεμάτος]] λουλούδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσερός]], [[ακμαίος]], [[νέος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μουσική]]) [[νέος]], [[σύγχρονος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[ευχάριστος]]<br /><b>5.</b> (για χρώματα) [[ζωηρόχρωμος]], [[λαμπερός]], [[στιλπνός]]<br /><b>6.</b> [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]]<br /><b>7.</b> (για λογοτεχνικό ύφος ή [[μουσική]]) [[χαριτωμένος]], [[κομψός]], [[γλαφυρός]], [[αρμονικός]]<br /><b>8.</b> «τᾱς μανίας δεινὸν ἀνθηρόν τε [[μένος]]» (<b>Σοφ.</b>)<br />το φοβερό το θρασομάνισμά του και τ' άγριο [[φούντωμα]] της λύσσας του (Γρυπάρης)<br /><b>9.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανθηρώς</i><br />[[επιφώνημα]] επιδοκιμασίας.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀνθηρός]], -ά, -όν) [[άνθος]]<br />(για [[έδαφος]] ή [[τόπο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] [[άνθη]], λουλουδιασμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[δυνατός]], [[γερός]], [[ευδιάθετος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ανθηρά οικονομικά [[μέσα]]» — [[μεγάλη]] οικονομική [[ευχέρεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ανθισμένος, [[γεμάτος]] λουλούδια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσερός]], [[ακμαίος]], [[νέος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μουσική]]) [[νέος]], [[σύγχρονος]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[ευχάριστος]]<br /><b>5.</b> (για χρώματα) [[ζωηρόχρωμος]], [[λαμπερός]], [[στιλπνός]]<br /><b>6.</b> [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]]<br /><b>7.</b> (για λογοτεχνικό ύφος ή [[μουσική]]) [[χαριτωμένος]], [[κομψός]], [[γλαφυρός]], [[αρμονικός]]<br /><b>8.</b> «τᾱς μανίας δεινὸν ἀνθηρόν τε [[μένος]]» (<b>Σοφ.</b>)<br />το φοβερό το θρασομάνισμά του και τ' άγριο [[φούντωμα]] της λύσσας του (Γρυπάρης)<br /><b>9.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανθηρώς</i><br />[[επιφώνημα]] επιδοκιμασίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθηρός:''' -ά, -όν ([[ἀνθέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλήρης]] λουλουδιών, [[ανθηρός]], αυτός που ανθίζει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δροσερός]], [[νεαρός]], [[σφριγηλός]], σε Ευρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ἀνθηρὸν [[μένος]], η [[κακία]] ξεσπά στο [[άνθος]] της, δηλ. είναι στην [[ακμή]] της, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανοιχτόχρωμος]], [[λαμπερός]], σε Ευρ.· <i>τὸ ἀνθ</i>., [[φωτεινότητα]], [[λαμπρότητα]], σε Λουκ.
}}
}}