3,270,321
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]]. | |mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |