ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]].
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
}}
}}