Anonymous

ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' <b class="num">1)</b> ввозимый, привозной ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;<br /><b class="num">2)</b> поступающий извне ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> иноземный, чужой ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}