συνέμπορος: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καθετί]] που συνοδεύει [[κάτι]] [[άλλο]] και [[είναι]] συνδεδεμένο με αυτό («[[λύπη]] δ' [[ἄμισθος]] ἐστί σοι ξυνέμπορος», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]] «[[οδοιπόρος]], [[ταξιδιώτης]]»].
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καθετί]] που συνοδεύει [[κάτι]] [[άλλο]] και [[είναι]] συνδεδεμένο με αυτό («[[λύπη]] δ' [[ἄμισθος]] ἐστί σοι ξυνέμπορος», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]] «[[οδοιπόρος]], [[ταξιδιώτης]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνέμπορος:''' ὁ, ἡ, [[συνταξιδιώτης]], [[συνοδός]], [[σύντροφος]], [[ακόλουθος]], [[συνοδοιπόρος]], σε Τραγ., Πλάτ.· μεταφ., [[λύπη]] δ' ἄμισθός [[ἐστί]] σοι [[ξυνέμπορος]], σε Αισχύλ.· με γεν. πράγμ., [[συνέμπορος]] χορείας, [[σύντροφος]] στο χορό, σε Αριστοφ.
}}
}}