συνέμπορος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέμπορος Medium diacritics: συνέμπορος Low diacritics: συνέμπορος Capitals: ΣΥΝΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: synémporos Transliteration B: synemporos Transliteration C: synemporos Beta Code: sune/mporos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,
A fellow-traveller, companion, A.Ch.208,713, S.Tr.318, Ph.542: c.gen.pers., οἱ ξ. σέθεν A.Supp.939; opp. ἡγεμών (a guide), Pl.Phd.108b: c. dat., ξυνεμπόρους ἐμοί E.Ba.57, cf.Hel.1538.
2 metaph., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος = with your unpaid companion sorrow A.Ch.733: c.gen.rei, χορείας συνέμπορος = partner in dance, Ar.Ra.398 (lyr.); συνέμπορος ἀνέρι κέρδους = partner with him for gain, AP9.415 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1014] mitschiffend, Reisegefährte, Begleiter; Aesch. Ch. 206. 702; auch übertr., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος, 722; Soph. Phil. 538 Tr. 317; Eur. Hel. 1554; ἃς ἐκ βαρβάρων ἐκόμισα ξυνεμπόρους ἐμοί, Bacch. 57; Ar. Ran. 396; οὔτε ξυνέμπορος οὔτε ἡγεμὼν ἐθέλει γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 108 b; bes. Mithandelsmann, Sp.; übertr. in der Anth. ναῦς, Antiphil. 42 (VII, 635); θυλὰς σκήπωνι, Ant. Sid. 82 (VII, 413); vgl. noch Antiphil. 1 (IX, 415.)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de voyage, compagnon.
Étymologie: σύν, ἔμπορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έμπορος -ου, ὁ, Att. ook ξυνέμπορος mede-passagier, reisgenoot; met dat. van iem.. Eur. Ba. 57. overdr. van gevoelens metgezel, met dat. van iem..; λύπη δ’ ἄμισθός ἐστί σοι συνέμπορος leed is jouw onbezoldigde metgezel Aeschl. Ch. 733; deelnemer met gen. in iets. Aristoph. Ran. 398.

Russian (Dvoretsky)

συνέμπορος: ὁ и ἡ попутчик, тж. спутник, сотоварищ (σ. τινος и τινι Aesch., Eur.): σ. τινί τινος Anth. чей-л. сотоварищ в чем-л.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ' ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.)
β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔμπορος «οδοιπόρος, ταξιδιώτης»].

Greek Monotonic

συνέμπορος: ὁ, ἡ, συνταξιδιώτης, συνοδός, σύντροφος, ακόλουθος, συνοδοιπόρος, σε Τραγ., Πλάτ.· μεταφ., λύπη δ' ἄμισθός ἐστί σοι ξυνέμπορος, σε Αισχύλ.· με γεν. πράγμ., συνέμπορος χορείας, σύντροφος στο χορό, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνέμπορος: ὁ, ἡ, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, σύντροφος, θεράπωνἀκόλουθος, Αἰσχύλ. Χο. 208, 713, Σοφ. Τρ. 318. Φιλ. 542· μετὰ γεν. προσ., οἱ ξ. σέθεν Αἰσχύλ. Ἱκ. 939· ἀντίθετον τῷ ἡγεμὼν (ὁδηγός), Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετὰ δοτ., ξυνεμπόρους ἐμοὶ Εὐρ. Βάκχ. 57, πρβλ. Ἑλ. 1538. 2) μεταφορ., λύπη δ’ ἄμισθός ἐστί σοι ξ. Αἰσχύλ. Χο. 733· μετὰ γεν. πράγμ., συν. χορείας, μέτοχος, λαμβάνων μέρος εἰς..., Ἀριστοφ. Βάτρ. 396· σ. ἀνέρι κέρδους, μέτοχος τοῦ κέρδους, Ἀνθ. Π. 9. 415.

Middle Liddell

συν-έμπορος, ὁ, ἡ,
a fellow-traveller, companion, attendant, Trag., Plat.:—metaph., λύπη δ' ἄμισθος ἐστί σοι ξ. Aesch.; c. gen. rei, ς. χορείας partner in the dance, Ar.

English (Woodhouse)

fellow traveller, fellow traveler, fellow-traveller, travelling companion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fellow traveller

Armenian: ուղեկից; Belarusian: спадарожнік, спадарожніца; Bulgarian: спъ́тник, спъ́тничка, спъ́тница; Chinese Mandarin: 同路人; Czech: souputník, souputnice; Danish: medpassager, følgesvend, rejsekammerat; Dutch: medereiziger, reisgenoot; English: fellow traveller, fellow traveler, fellow-traveller, fellow-traveler; Esperanto: kunvojaĝanto; Faroese: ferðafelagi; Finnish: matkakumppani, kanssamatkustaja, matkaseuralainen; French: compagnon de voyage; Georgian: თანამოგზაური, თანამგზავრი; German: Mitreisender, Mitreisende; Greek: συνταξιδιώτης; Ancient Greek: ξυνέμπορος, ξύνοδος, ὁδοιπόρος, ὁμέμπορος, ὁμοκέλευθος, συμπράκτωρ ὁδοῦ, συνέκδημος, συνέμπορος, συνοδοιπόρος, σύνοδος, συνομόπλοος, συνομόπλους, συνόν, συνοῦσα, συνών; Icelandic: samferðamaður, samferðakona, samferðafólk; Irish: comhthaistealaí; Italian: compagno di viaggio; Macedonian: сопатник, сопатничка; Manx: cohroailtagh; Norwegian Bokmål: medpassasjer, reisekamerat, reisefelle; Nynorsk: medpassasjer, reisefelage, reisefelle; Ottoman Turkish: یولداش, رفیق, آیاقداش; Polish: współpasażer, współpasażerka; Russian: спутник, спутница, попутчик, попутчица; Serbo-Croatian: suputnik, suputnica; Slovene: sopotnik, sopotnica; Swedish: reskamrat; Turkish: yoldaş, yol arkadaşı; Ukrainian: супутник, супутниця, попутник