χαλκεύς: Difference between revisions

6
(46)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ο, ΝΜΑ, και [[χαρκεύς]] Α<br />(λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> [[χαλκουργός]], [[χαλκιάς]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σιδηρουργός]], [[σιδεράς]] («καὶ ἦν [[σφυροκόπος]] χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ποτάμιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται μέταλλα, όπως ο [[χρυσοχόος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού με μαύρα στίγματα στα [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>. Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>KaKeu</i>. Η λ. [[χαλκεύς]] δηλώνει [[επίσης]] και ένα [[είδος]] ιχθύος το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματός του].
|mltxt=-έως, ο, ΝΜΑ, και [[χαρκεύς]] Α<br />(λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> [[χαλκουργός]], [[χαλκιάς]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[σιδηρουργός]], [[σιδεράς]] («καὶ ἦν [[σφυροκόπος]] χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ποτάμιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται μέταλλα, όπως ο [[χρυσοχόος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού με μαύρα στίγματα στα [[νώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>. Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>KaKeu</i>. Η λ. [[χαλκεύς]] δηλώνει [[επίσης]] και ένα [[είδος]] ιχθύος το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματός του].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκεύς:''' -έως, ὁ, πληθ. <i>χαλκεῖς</i>, Αττ. <i>-ῆς</i>, Επικ. <i>-ῆες</i>, αιτ. <i>χαλκέας</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που εργάζεται με χαλκό, [[χαλκουργός]], αντίθ. προς το [[τέκτων]] ([[ξυλουργός]]), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, [[μεταλλουργός]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}