πραπίδες: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, -[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> το [[διάφραγμα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] του θώρακα και της κοιλιάς<br /><b>2.</b> (ως [[έδρα]] της διανοητικής δύναμης) [[νους]], [[διάνοια]]<br /><b>3.</b> (ως [[έδρα]] τών αισθήσεων) τα συναισθήματα<br /><b>4.</b> (ως [[έδρα]] της επιθυμίας) [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρηΐς</i>)].
|mltxt=αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, -[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> το [[διάφραγμα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] του θώρακα και της κοιλιάς<br /><b>2.</b> (ως [[έδρα]] της διανοητικής δύναμης) [[νους]], [[διάνοια]]<br /><b>3.</b> (ως [[έδρα]] τών αισθήσεων) τα συναισθήματα<br /><b>4.</b> (ως [[έδρα]] της επιθυμίας) [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρηΐς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾰπίδες:''' αἱ, δοτ. <i>πραπίσιν</i>, Επικ. <i>πραπίδεσσι</i>, ποιητ. [[λέξη]],<br /><b class="num">1.</b> [[κυρίως]] = <i>[[φρένες]]</i>, [[στομάχι]], [[διάφραγμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]],<br /><b class="num">2.</b> όπως το <i>[[φρένες]]</i>, [[νους]], [[διάνοια]], [[πνεύμα]], [[ψυχή]], στο ίδ.· ενικ. [[πραπίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}