πρόσκειμαι: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] τοποθετημένος [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παράκειμαι]], [[γειτονεύω]], [[είμαι]] συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[έναντι]] κάποιου, [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[συμμερίζομαι]] τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην [[κυβέρνηση]]» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>προσκείμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> αυτός που βρίσκεται, που [[είναι]] τοποθετημένος [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> φιλικά διακείμενος [[προς]] κάποιον, [[οπαδός]]<br />γ) <b>φρ.</b> «προσκείμενες γωνίες»<br /><b>μαθημ.</b> γωνίες που έχουν την [[ίδια]] [[κορυφή]], [[κοινή]] [[πλευρά]] και βρίσκονται [[εκατέρωθεν]] της κοινής αυτής πλευράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[γυναίκα]] που δίνεται ως [[σύζυγος]]) παραστέκομαι, [[είμαι]] [[δίπλα]] - [[δίπλα]] («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή [[παραμένω]] στη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι σε [[κάτι]], [[συνδέομαι]] με [[κάτι]] («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν [[μάλιστα]] ὁ Ἀρίστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην [[υπηρεσία]] και στη [[λατρεία]] του («[[πρόσκειμαι]] τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε μια [[ιστορία]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κρασί]]) [[είμαι]] [[έκδοτος]], [[είμαι]] [[φίλος]], [[πίνω]] («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] («ἄγραις προσκείμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τείνω]] να αποδεχθώ, [[αποδέχομαι]] («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιμένω]] ζητώντας ή παρακαλώντας για [[κάτι]], [[ικετεύω]] («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στρ.</b> [[πιέζω]], [[καταδιώκω]] από [[κοντά]] («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[ποιότητα]]) [[ανήκω]], αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὸ [[ῥῆμα]] πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α<br />πολλ. Δύσκ.)<br /><b>14.</b> (για ποινές) [[καταλογίζομαι]] («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> [[προστίθεμαι]], επισυνάπτομαι (α. «[[ἄλγος]], ἄλγει προσκείμενον», <b>Ευρ.</b><br />β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)<br /><b>16.</b> <b>μαθημ.</b> [[προστίθεμαι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το αφαιρούμαι<br /><b>17.</b> <b>(λογ.)</b> τίθεμαι ως επί [[πλέον]] [[γνώρισμα]] που ορίζει γενική [[έννοια]]<br /><b>18.</b> καθορίζομαι, ορίζομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ αὐτὸς [[χρόνος]] πρόσκειται», πάπ.)<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> [[υπάρχω]] επιπροσθέτως<br /><b>20.</b> (ως απρόσ.) <i>πρόσκειται</i><br />απόκειται σε κάποιον ως [[έργο]] του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ προσκείμενος [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που βρίσκεται στο εσωτερικό [[μέρος]] όταν ο [[αρματηλάτης]] περικάμπτει [[γωνία]]<br />β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον.
|mltxt=ΝΑ [[κεῑμαι]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι, [[είμαι]] τοποθετημένος [[κοντά]] ή [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παράκειμαι]], [[γειτονεύω]], [[είμαι]] συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διάκειμαι]] φιλικά [[έναντι]] κάποιου, [[είμαι]] με το [[μέρος]] κάποιου, [[συμμερίζομαι]] τις απόψεις του (α. «πρόσκειται στην [[κυβέρνηση]]» β. «η παράταξή του πρόσκειται στην Αριστερά»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ.) <i>προσκείμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) <b>ως ουσ.</b> αυτός που βρίσκεται, που [[είναι]] τοποθετημένος [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br />β) <b>μτφ.</b> φιλικά διακείμενος [[προς]] κάποιον, [[οπαδός]]<br />γ) <b>φρ.</b> «προσκείμενες γωνίες»<br /><b>μαθημ.</b> γωνίες που έχουν την [[ίδια]] [[κορυφή]], [[κοινή]] [[πλευρά]] και βρίσκονται [[εκατέρωθεν]] της κοινής αυτής πλευράς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[γυναίκα]] που δίνεται ως [[σύζυγος]]) παραστέκομαι, [[είμαι]] [[δίπλα]] - [[δίπλα]] («ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πεσσούς ή υπόθετα) εφαρμόζομαι ή [[παραμένω]] στη [[θέση]] μου<br /><b>3.</b> συμπεριλαμβάνομαι σε [[κάτι]], [[συνδέομαι]] με [[κάτι]] («κακοῑς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] προσκολλημένος ή αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («τῷ προσεκέετο τῶν ἀστῶν [[μάλιστα]] ὁ Ἀρίστων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεό) αφοσιώνομαι στην [[υπηρεσία]] και στη [[λατρεία]] του («[[πρόσκειμαι]] τῷ Διονύσῳ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[πίστη]] σε μια [[ιστορία]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με [[κρασί]]) [[είμαι]] [[έκδοτος]], [[είμαι]] [[φίλος]], [[πίνω]] («τῇ φιλοινίῃ... προσκέεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] («ἄγραις προσκείμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[τείνω]] να αποδεχθώ, [[αποδέχομαι]] («τῇ τοῡ ὄντος... προσκείμενος ἰδέᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[επιμένω]] ζητώντας ή παρακαλώντας για [[κάτι]], [[ικετεύω]] («Κύρῳ... προσέκειτο δῶρα πέμπων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στρ.</b> [[πιέζω]], [[καταδιώκω]] από [[κοντά]] («κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>12.</b> [[περιέρχομαι]] σε κάποιον, υπάγομαι («τοῑσι θεῶν τιμὴ αὕτη προσκέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[ποιότητα]]) [[ανήκω]], αποδίδομαι (α. «τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται», <b>Σοφ.</b><br />β. «τὸ [[ῥῆμα]] πρόσκειται τῇ προτέρᾳ αἰτιατικῇ», Α<br />πολλ. Δύσκ.)<br /><b>14.</b> (για ποινές) [[καταλογίζομαι]] («προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῡντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> [[προστίθεμαι]], επισυνάπτομαι (α. «[[ἄλγος]], ἄλγει προσκείμενον», <b>Ευρ.</b><br />β. «ταῡτα προσκείσθω... τοῑς εἰρημένοις», Ισοκρ.)<br /><b>16.</b> <b>μαθημ.</b> [[προστίθεμαι]], σε [[αντιδιαστολή]] με το αφαιρούμαι<br /><b>17.</b> <b>(λογ.)</b> τίθεμαι ως επί [[πλέον]] [[γνώρισμα]] που ορίζει γενική [[έννοια]]<br /><b>18.</b> καθορίζομαι, ορίζομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ αὐτὸς [[χρόνος]] πρόσκειται», πάπ.)<br /><b>19.</b> <b>μτφ.</b> [[υπάρχω]] επιπροσθέτως<br /><b>20.</b> (ως απρόσ.) <i>πρόσκειται</i><br />απόκειται σε κάποιον ως [[έργο]] του («ἐμοὶ τοῡτο πρόσκειται... μηδένα πελάζειν... δόμοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ προσκείμενος [[ἵππος]]» — το [[άλογο]] που βρίσκεται στο εσωτερικό [[μέρος]] όταν ο [[αρματηλάτης]] περικάμπτει [[γωνία]]<br />β) «ἐχθρὸς πρόσκειμαί τινι» — μισούμαι από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i> (για Ιων. τύπους, βλ. [[κεῖμαι]]), χρησιμ. ως Παθ. του [[προστίθημι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] σε ή [[πλησίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε ή δίπλα, [[οὔατα]] προσέκειτο, υπήρχαν λαβές πάνω του, σε Ομήρ Ιλ.· <i>τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι</i>, βρίσκομαι κοντά στην πόρτα, σε Αριστοφ.· <i>δοκοὶτῷ τείχει προσκείμεναι</i>, που βρίσκονται κοντά στο [[τείχος]], σε Θουκ.· ὁπροσκείμενος [[ἵππος]], αυτός που κλίνει προς τα μέσα (όταν ο [[αρματηλάτης]] στρίβει στη [[γωνία]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι δίπλα, είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, αφοσιώνομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[γυναίκα]], δίνομαι ως [[σύζυγος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, είμαι συνδεδεμένος ή αναμεμιγμένος με το καλό ή το [[κακό]], με [[ευτυχία]] ή [[δυστυχία]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος, σε, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[πρόσκειμαι]] τῷ λεγομένῳ, [[δίνω]] [[πίστη]] σε όσα έχουν ειπωθεί, τα [[πιστεύω]], στον Ηρόδ.· [[πρόσκειμαι]] οἴνῳ, είμαι εθισμένος στο [[κρασί]], στον ίδ.· <i>ἄγραις</i>, στο [[κυνήγι]], σε Σοφ. κ.λπ. <b>3. α)</b> [[πιέζω]], [[επιμένω]], [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προσκείμενος</i>, με ζήλο, σε Θουκ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[πιέζω]] [[στενά]] ή σκληρά, [[καταδιώκω]] [[στενά]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· απόλ., [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], σε Αριστοφ.· <i>τὸ προσκείμενον</i>, ο [[εχθρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[πράγμα]] ως [[υποκείμενο]], [[ακολουθώ]], [[ανήκω]], τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέεται, στον ίδ.· πρόσκειμαί τινι [[δοῦλος]], σε Ευρ.· μου επιρρίπτεται η [[ευθύνη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστίθεμαι]] ή προσκολλώμαι, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται, σε Σοφ.
}}
}}