Anonymous

πρόσκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i> (για Ιων. τύπους, βλ. [[κεῖμαι]]), χρησιμ. ως Παθ. του [[προστίθημι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] σε ή [[πλησίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε ή δίπλα, [[οὔατα]] προσέκειτο, υπήρχαν λαβές πάνω του, σε Ομήρ Ιλ.· <i>τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι</i>, βρίσκομαι κοντά στην πόρτα, σε Αριστοφ.· <i>δοκοὶτῷ τείχει προσκείμεναι</i>, που βρίσκονται κοντά στο [[τείχος]], σε Θουκ.· ὁπροσκείμενος [[ἵππος]], αυτός που κλίνει προς τα μέσα (όταν ο [[αρματηλάτης]] στρίβει στη [[γωνία]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι δίπλα, είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, αφοσιώνομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[γυναίκα]], δίνομαι ως [[σύζυγος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, είμαι συνδεδεμένος ή αναμεμιγμένος με το καλό ή το [[κακό]], με [[ευτυχία]] ή [[δυστυχία]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος, σε, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[πρόσκειμαι]] τῷ λεγομένῳ, [[δίνω]] [[πίστη]] σε όσα έχουν ειπωθεί, τα [[πιστεύω]], στον Ηρόδ.· [[πρόσκειμαι]] οἴνῳ, είμαι εθισμένος στο [[κρασί]], στον ίδ.· <i>ἄγραις</i>, στο [[κυνήγι]], σε Σοφ. κ.λπ. <b>3. α)</b> [[πιέζω]], [[επιμένω]], [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προσκείμενος</i>, με ζήλο, σε Θουκ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[πιέζω]] [[στενά]] ή σκληρά, [[καταδιώκω]] [[στενά]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· απόλ., [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], σε Αριστοφ.· <i>τὸ προσκείμενον</i>, ο [[εχθρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[πράγμα]] ως [[υποκείμενο]], [[ακολουθώ]], [[ανήκω]], τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέεται, στον ίδ.· πρόσκειμαί τινι [[δοῦλος]], σε Ευρ.· μου επιρρίπτεται η [[ευθύνη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστίθεμαι]] ή προσκολλώμαι, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόσκειμαι:''' μέλ. <i>-κείσομαι</i> (για Ιων. τύπους, βλ. [[κεῖμαι]]), χρησιμ. ως Παθ. του [[προστίθημι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] σε ή [[πλησίον]] κάποιου, βρίσκομαι σε ή δίπλα, [[οὔατα]] προσέκειτο, υπήρχαν λαβές πάνω του, σε Ομήρ Ιλ.· <i>τῇ θύρᾳ προσκεῖσθαι</i>, βρίσκομαι κοντά στην πόρτα, σε Αριστοφ.· <i>δοκοὶτῷ τείχει προσκείμεναι</i>, που βρίσκονται κοντά στο [[τείχος]], σε Θουκ.· ὁπροσκείμενος [[ἵππος]], αυτός που κλίνει προς τα μέσα (όταν ο [[αρματηλάτης]] στρίβει στη [[γωνία]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> βρίσκομαι δίπλα, είμαι στο [[πλευρό]] κάποιου, αφοσιώνομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[γυναίκα]], δίνομαι ως [[σύζυγος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, είμαι συνδεδεμένος ή αναμεμιγμένος με το καλό ή το [[κακό]], με [[ευτυχία]] ή [[δυστυχία]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι προσκολλημένος ή αφοσιωμένος, σε, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[πρόσκειμαι]] τῷ λεγομένῳ, [[δίνω]] [[πίστη]] σε όσα έχουν ειπωθεί, τα [[πιστεύω]], στον Ηρόδ.· [[πρόσκειμαι]] οἴνῳ, είμαι εθισμένος στο [[κρασί]], στον ίδ.· <i>ἄγραις</i>, στο [[κυνήγι]], σε Σοφ. κ.λπ. <b>3. α)</b> [[πιέζω]], [[επιμένω]], [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προσκείμενος</i>, με ζήλο, σε Θουκ. <b>β)</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[πιέζω]] [[στενά]] ή σκληρά, [[καταδιώκω]] [[στενά]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· απόλ., [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]] [[στενά]], σε Αριστοφ.· <i>τὸ προσκείμενον</i>, ο [[εχθρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[πράγμα]] ως [[υποκείμενο]], [[ακολουθώ]], [[ανήκω]], τοῖσι [[θεῶν]] τιμὴ [[αὕτη]] προσκέεται, στον ίδ.· πρόσκειμαί τινι [[δοῦλος]], σε Ευρ.· μου επιρρίπτεται η [[ευθύνη]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προστίθεμαι]] ή προσκολλώμαι, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἡ [[χάρις]] προσκείσεται, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσκειμαι:''' ион. тж. [[προσκέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> находиться (при или на чем-л.), прилегать, примыкать: [[οὔατα]] δ᾽ [[οὔπω]] προσέκειτο Hom. ручки еще не были приделаны (к треножникам); αἱ δοκοὶ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. сложенные у стены балки; τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. прилегать к мысу; προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. понятие красоты тесно связано с понятием блага; δεξιὸν ἀνεὶς ἵππον, εἶργε τὸν [[προσκείμενον]] Soph. отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба); π. χρηστῷ Soph. наслаждаться благополучием; π. κακῷ Soph. попасть в беду;<br /><b class="num">2)</b> налегать, напирать: τῇ θύρᾳ π. Arph. наваливаться на дверь; π. πύλαις Eur. штурмовать ворота; προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. так как враги напирали; προσκείμενος ἐδίδασκε τὴν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию; ἀνάγκης προσκειμένης Plat. под давлением необходимости; οἵ μ᾽ ἀεὶ προσκείμενοι Eur. (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне;<br /><b class="num">3)</b> быть свойственным, присущим, быть уделом (προσκειμένη [[ζημία]] τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἡ [[τέχνη]] [[μαντική]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> быть возложенным, порученным: τοῖσι προσεκέετο Her. (те), которым это было поручено;<br /><b class="num">5)</b> быть (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным (τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.): τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну; τῇ φιλοινίῃ π. Her. быть приверженным пьянству; (ὁ [[λόγος]]), τῷ [[μάλιστα]] λεγομένῳ αὐτὸς [[πρόσκειμαι]] Her. рассказ, которому я сам больше всего доверяю; ταῖς ναυσὶ π. Thuc. деятельно заниматься мореходством; π. κυνηγίᾳ Plut. предаваться охоте; Κύρῳ προσεκέετο ὁ [[Ἃρπαγος]] δῶρα πέμπων Her. Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки;<br /><b class="num">6)</b> присоединяться, прибавляться (ἀφῃρῆσθαι καὶ π. τινι Arst.): ἡ [[χάρις]] προσκείσεται Soph. (к награде) прибавится благодарность; [[ἄλγος]] ἄλγει [[προσκείμενον]] Eur. (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби; [[προσκείμενον]] [[κέρδος]] πρὸς ἔργῳ Eur. следующая за трудом награда.
}}
}}