3,277,119
edits
(21) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κονίω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[σύννεφο]] σκόνης, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκονισμένο, [[καλύπτω]] με [[σκόνη]], [[σκονίζω]] (α. «[[ἑπτά]] δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> προετοιμάζομαι για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) [[σηκώνω]] [[σκόνη]] (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐγγὺς]] γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῑν, κονίει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κονίομαι</i><br />α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη [[σκόνη]] («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για παλαιστές) [[πασπαλίζω]] το [[σώμα]] μου με [[σκόνη]] («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκονιμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[βιαστικός]], επειγόμενος. | |mltxt=[[κονίω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[σύννεφο]] σκόνης, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκονισμένο, [[καλύπτω]] με [[σκόνη]], [[σκονίζω]] (α. «[[ἑπτά]] δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> προετοιμάζομαι για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) [[σηκώνω]] [[σκόνη]] (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ἐγγὺς]] γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῑν, κονίει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κονίομαι</i><br />α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη [[σκόνη]] («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (για παλαιστές) [[πασπαλίζω]] το [[σώμα]] μου με [[σκόνη]] («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῑρας». <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκονιμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[βιαστικός]], επειγόμενος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κονίω:''' [ῑ], μέλ. κονίσω [ῑ], αόρ. αʹ <i>ἐκόνῑσα</i> — Παθ., παρακ. <i>κεκόνῑμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>κεκόνῑτο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκονίζω]], [[καλύπτω]] με σύννεφα σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>φεῦγον κεκονιμένοι</i>, έφυγαν γεμάτοι σκόνοι, σε Ομήρ. Ιλ., το pulverulenta [[fuga]] dant tergaτου Βιργ., στο ίδ.· απ' όπου, βρίσκομαι σε εξαιρετική [[βιασύνη]], σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., επιχέομαι όπως με [[σκόνη]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., <i>κονίοντες πεδίοιο</i>, καλπάζοντας πάνω από τη σκονισμένη [[πεδιάδα]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |