κονίω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῑ́ω Medium diacritics: κονίω Low diacritics: κονίω Capitals: ΚΟΝΙΩ
Transliteration A: koníō Transliteration B: koniō Transliteration C: konio Beta Code: koni/w

English (LSJ)

[ῑ], fut. κονίσω [ῑ]: aor.
A ἐκόνῑσα Il. (v. infr.):—Med., Ph.2.173, fut. κονιοῦμαι v.l. in Ph. l. c. (as if from κονίζω, cf. Hsch. s.v. κονίζεσθαι): aor. ἐκονῑσάμην Ar.Ec.1177, Luc.Anach.31, etc.:—Pass., pf. κεκόνῑμαι Il.21.541, Hes.Op.481, Ar.Ec.291: plpf. κεκόνῑτο Il.22.405 (in Mss. sometimes incorrectly ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, Il.21.407, Theoc.1.30, AP9.128):—make dusty, cover with clouds of dust, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, of persons in hasty flight, Il.14.145.
2 cover with dust, ἐκόνισε δὲ χαίτας 21.407:—Pass., κεκονιμένοι φεῦγον all dusty fled they, ib.541; κεκόνιτο κάρη 22.405; κεκονιμένος all dusty, i.e. in haste, Ar.Ec.291, cf. 1177, Luc.DDeor.24.1, Tim.45, etc.
3 Pass., to be sprinkled as with dust, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theoc. 1.30.
4 Med., roll in the dust, like birds, horses, etc., Arist.HA 633b4, 557a12 (leg. κονίωνται), Polem.Hist.59; but, of wrestlers, sprinkle themselves with dust, Diocl.Fr.141, Gal.6.162, Luc.Anach. l.c.: hence, prepare for combat, Ph.l.c., Eust.1113.63; αὐτὸς ἐφ' ἑαυτοῦ κονισάμενος Max.Tyr.5.8.
II intr., κονίοντες πεδίοιο galloping o'er the dusty plain, in Il. always of horses, 13.820, 23.372, 449; of men racing, Od.8.122; of an advancing army, A.Th.60, cf. Pers.163 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1482] κονίσω, aor. ἐκόνισα (die Schreibart κονίσσω u. ἐκόνισσα ist jetzt im Hom. getilgt), κεκόνιμαι, in späterer Prosa κονίζω, att. fut. κονιῶ, perf. pass. κεκόνισμαι, κεκόνιστο, Ep. symm. her. 20 (IX, 128); – mit Staub erfüllen, staubig machen, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, sie werden die Ebene mit Staub erfüllen, d. i. fliehen, ll. 14, 144; ἐκόνισε δὲ χαίτας 21, 407; κεκόνιτο κάρη ἅπαν 22, 405; μὴ μέγας πλοῦτος κονίσας οὖδας ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον Aesch. Pers. 159; φεῦγον κεκονιμένοι, sie flohen vom Staub umwirbelt, Il. 21, 541; – dah. κεκονιμένος geradezu = eilig, eilend, ἥκῃ κεκονιμένος Ar. Eccl. 291, πανταχόθεν συνθέουσι κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες Luc. Tim. 45, u. A. – Dah. auch intr., durch Laufen Staub erregen, laufen, eilen, κονίοντες πεδίοιο, hinstäubend durch das Gefilde. von Pferden, Il. 23, 372. 449; von wettrennenden Menschen, Od. 8, 122; Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ, κονίει Aesch. Spt. 60; u. im med., κόνισαι λαβών, nimm schnell, Ar. Eccl. 1176. – Übh. = bedecken mit Etwas, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. 1, 29, Schol. erkl. κεχρισμένος, v.l. κεκονισμένος, bes. = mit Kalk überstreichen, mit Pech überziehen. Hesych. (vgl. aber κονιάω). – Med. κονίζομαι, sich im Staube, Sande wälzen, wie die Pferde u. Vögel, Sp. – Bes. aber von den Ringern, die sich, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, den ganzen Leib mit seinem Sande bestreuten, um fester anfassen zu können, u. im Sande kämpften; dah. = γυμνάζεσθαι, Ath. IX, 388 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. κονίσω, ao. ἐκόνισα, pf. inus., pf. Pass. κεκόνιμαι;
1 couvrir de poussière, rendre poudreux : χαίτας IL couvrir les cheveux de poussière;
2 remplir de poussière : κ. πεδίον IL couvrir la plaine de poussière ; Pass. φεῦγον κεκονιμένοι IL ils fuyaient enveloppés d'un tourbillon de poussière ; abs. soulever la poussière;
Moy. κονίομαι se frotter de poussière pour la lutte.
Étymologie: κόνις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονίω [κόνις] stof verspreiden:. κονίοντες πεδίοιο terwijl ze het stof opjoegen in de vlakte Il. 13.820. met acc. met stof bedekken:; ἐκόνισε δὲ χαίτας zijn haren kwamen onder het stof Il. 21.407; perf. pass.:; φεῦγον κεκονιμένοι zij vluchtten overdekt met stof Il. 21.541; κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος klimop overdekt met strobloem Theocr. Id. 1.30; ook med.:; κονισάμενοι die zich met stof bestrooid hebben (van atleten) Luc. 37.31; med. overdr. zich haasten:. κόνισαι λαβών λέκιθον pak snel wat groentebrei Aristoph. Eccl. 1177; ἥκῃ κεκονιμένος hij is in alle haast gekomen Aristoph. Eccl. 291.

Russian (Dvoretsky)

κονίω: (ῑ) и κονίζω (fut. κονίσω с ῑ - эп. κονίσσω, aor. ἐκόνῑσα - эп. ἐκόνισσα; pass.: pf. κεκόνῑ(σ)μαι, эп. 3 л. sing. ppf. κεκόνιτο)
1 покрывать песком или пылью (χαίτας Hom.; ταῦροι ἐν μάχῃ κονιόμενοι Plut.): τὰ κεκονιμένα τῶν βάθρων Diod. покрытые пылью ступени; κ. πεδίον Hom. бежать по полю (точнее окутывать равнину пылью);
2 пересыпать словно песком: κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. плющ, перевитый иммортелями;
3 досл. поднимать на бегу пыль, перен. стремительно бежать, убегать: φεῦγον κεκονιμένοι Hom. (троянцы) бежали, поднимая пыль; πέτοντο κον οντες πεδίοιο Hom. (кони) летели, вздымая пыль по полю;
4 спешить, торопиться: κόνισαι λαβών Arph. скорее бери;
5 med. кататься в песке (περιστερὰ καὶ στρουθὸς καὶ κονίονται καὶ λοῦνται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κονίω: ῑ: μέλλ. κονίσω ῑ, ἀόρ. ἐκόνῑσα, ἅπαντα ἐν τῇ Ἰλ. ― Μέσ., μέλλ. κονιοῦμαι Φίλων 2. 173 (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κονίζω, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κονίζεσθαι)· ἀόρ. ἐκονῑσάμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1177, Λουκ., κτλ. ― Παθ., πρκμ. κεκόνῑμαι Ἰλ., Ἡσ., Ἐκκλ. 291· ὑπερσ. κεκόνῑτο Ἰλ. Χ. 405· ― (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. ἐνίοτε ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι μακρόν, Βατραχομυομ. 204, Θεόκρ. 1. 30, Ἀνθ. Π. 9. 128). Πληρῶ κόνεως, καλύπτω διὰ κονιορτοῦ, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, ἐπὶ ἀνθρώπων μετὰ σπουδῆς φευγόντων, Ἰλ. Ξ. 145· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) καλύπτω διὰ κόνεως, «σκονίζω», ἐκόνισε δὲ χαίτας Φ. 407· οὕτως ἐν τῷ παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, ἔφευγον κατεσκονισμένοι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου pulverulenta fuga dant terga αὐτόθι 541· κεκόνιτο κάρη Χ. 405· κεκονῑμένος, πλήρης κονιορτοῦ, δηλ. ἐν σπουδῇ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291, πρβλ. 1177, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, Τίμ. 45, κτλ. 3) Παθ., ἐπιπάσσομαι ὡς διὰ κόνεως, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Θεόκρ. 1. 30. 4) Μέσ., κυλίομαι ἐντὸς τῆς κόνεως ὡς τὰ πτηνά, οἱ ἵπποι κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10 (ὅθεν ἀναγνωστέον κονίωνται ἀντὶ -ιῶνται ἐν 5. 31, 5), Ἀθήν. 388C· πρβλ. κονίστρα· ― ὡσαύτως ἐπὶ παλαιστῶν (πρβλ. κονία ΙΙ), Λουκ. Ἀνάχ. 31· ἐντεῦθεν, παρασκευάζομαι πρὸς μάχην, Φίλων ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. ΙΙ. ἀμεταβ., οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο, ἐπέτων τρέχοντες δρομαίως διὰ μέσου τῆς κονιορτώδους πεδιάδος, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππων, Ν. 820., Ψ. 372, 449· ἐπὶ ἀνδρῶν ἀγωνιζομένων ἀγῶνα δρόμου, Ὀδ. Θ. 122· ἐπὶ στρατοῦ προχωροῦντος, Αἰσχύλ. Θήβ. 60, παρβ. Πέρσ. 163· ἴδε Jelf Gr. Gr. § 522. 2.

English (Autenrieth)

fut. κονίσουσι, aor. ἐκόνῖσα, pass. perf. part. κεκονῖμένος, plup. κεκόνῖτο: make dust or make dusty, cover with dust; pass., Il. 22.405, Il. 21.541; intr., κονίοντες πεδίοιο, ‘scampering’ over the plain in a cloud of dust.

Greek Monolingual

κονίω (Α) κόνις
1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ' ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ.
β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.)
2. προετοιμάζομαι για μάχη
3. (για ίππους ή για άνδρες που αγωνίζονται σε αγώνα δρόμου ή για στρατό) σηκώνω σκόνη (α. «οἱ δ' ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο», Ομ. Ιλ.
β. «ἐγγὺς γὰρ ἤδη... Ἀργείων στρατὸς χωρεῖν, κονίει», Αισχύλ.)
4. μέσ. κονίομαι
α) (για πτηνά ή άλλα ζώα) κυλιέμαι στη σκόνη («καὶ οἱ φασιανοί, ἐὰν μὴ κονίωνται, διαφθείρονται ὑπὸ τῶν φθειρῶν», Αριστοτ.)
β) (για παλαιστές) πασπαλίζω το σώμα μου με σκόνη («χρισάμενοι τῷ ἐλαίῳ καὶ κονισάμενοι πρόϊτε καὶ αὐτοὶ πὺξ τὰς χεῖρας». Λουκιαν.)
5. (ἡ μτχ. παθ. παρακμ.) κεκονιμένος, -η, -ον
βιαστικός, επειγόμενος.

Greek Monotonic

κονίω: [ῑ], μέλ. κονίσω [ῑ], αόρ. αʹ ἐκόνῑσα — Παθ., παρακ. κεκόνῑμαι, γʹ ενικ. υπερσ. κεκόνῑτο·
I. 1. σκονίζω, καλύπτω με σύννεφα σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, έφυγαν γεμάτοι σκόνοι, σε Ομήρ. Ιλ., το pulverulenta fuga dant tergaτου Βιργ., στο ίδ.· απ' όπου, βρίσκομαι σε εξαιρετική βιασύνη, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. Παθ., επιχέομαι όπως με σκόνη, σε Θεόκρ.
II. αμτβ., κονίοντες πεδίοιο, καλπάζοντας πάνω από τη σκονισμένη πεδιάδα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

κονῑ́ω,
I. to make dusty, cover with clouds of dust, Il.:—Pass., φεῦγον κεκονιμένοι all dusty fled they, Virgil's pulverulenta fuga dant terga, Il.; hence, to be in great haste, Ar., etc.
2. Pass. to be sprinkled as with dust, Theocr.
II. intr., κονίοντες πεδίοιο galloping o'er the dusty plain, Hom.