ὄσδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_19)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄσδος''': ὄσδω, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ [[ὄζος]], ὄζω.
|lstext='''ὄσδος''': ὄσδω, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ [[ὄζος]], ὄζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὄσδος:''' [[ὄσδω]], Δωρ. και Αιολ. αντί [[ὄζος]], [[ὄζω]].
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ὄσδος: ὄσδω, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ ὄζος, ὄζω.

Greek Monotonic

ὄσδος: ὄσδω, Δωρ. και Αιολ. αντί ὄζος, ὄζω.