βαρύσταθμος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύσταθμος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει στο [[ζύγι]], [[βαρύς]].
|mltxt=[[βαρύσταθμος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει στο [[ζύγι]], [[βαρύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύσταθμος:''' -ον, αυτός που ζυγίζει [[βαριά]], [[βαρύς]], σε Αριστοφ.
}}
}}