βαρύσταθμος

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠσταθμος Medium diacritics: βαρύσταθμος Low diacritics: βαρύσταθμος Capitals: ΒΑΡΥΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: barýstathmos Transliteration B: barystathmos Transliteration C: varystathmos Beta Code: baru/staqmos

English (LSJ)

βαρύσταθμον, weighing heavy, Ar.Ra.1397, Canthar.2, Arist.EN1142a22; νόμισμα Plu.Lys.17.

Spanish (DGE)

(βᾰρύσταθμος) -ον
muy pesado ἕτερον ... ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων Ar.Ra.1397, πράγματα Ar.Fr.415, cf. Canthar.2, ὕδατα Arist.EN 1142a22, νόμισμα Plu.Lys.17
neutr. subst. τὸ βαρύσταθμον la pesadez τοῦ πεπέρεως Gal.14.75.

German (Pape)

[Seite 435] schwer wiegend, Ar. Ran. 1393; ὕδατα Arist. Eth. 6, 8; νόμισμα Plut. Lys. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse lourdement, lourd, pesant.
Étymologie: βαρύς, στάθμη.

Greek Monolingual

βαρύσταθμος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει στο ζύγι, βαρύς.

Greek Monotonic

βᾰρύσταθμος: -ον, αυτός που ζυγίζει βαριά, βαρύς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύσταθμος: тяжеловесный, тяжелый Arph., Arst., Plut.

Middle Liddell

weighing heavy, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύσταθμος -ον βαρύς, στάθμη zwaarwegend, gewichtig (van een versregel).