βότρυς: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βότρυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σταφύλι]], [[τσαμπί]]<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[μπούκλα]]<br /><b>3.</b> [[σκουλαρίκι]] σε [[σχήμα]] σταφυλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυς]] όπως και άλλες λέξεις που σχετίζονται με την [[καλλιέργεια]] του αμπελιού (<b>[[πρβλ]].</b> [[οίνος]], [[άμπελος]] <b>κ.ά.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βοτρύδι]] (<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοτρυδόν]], [[βοτρυηρός]], [[βοτρύιος]], [[βοτρυόεις]], [[βοτρυούμαι]], [[βοτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυφόρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βοτρυηφόρος]], [[βοτρυόδωρος]], [[βοτρυοειδής]], [[βοτρυόκοσμος]], [[βοτρυόπαις]], [[βοτρυοστέφανος]], [[βοτρυοχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυομήτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοτρυανθής]], [[βοτρυοστεφής]]. (Β΄ συνθετικό) [[αγλαόβοτρυς]], <i>ελίβοτρυς</i>, [[εύβοτρυς]], [[καλλίβοτρυς]], [[μικρόβοτρυς]], [[ποικιλόβοτρυς]], [[πολύβοτρυς]], [[φερέβοτρυς]], [[φιλόβοτρυς]].
|mltxt=[[βότρυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σταφύλι]], [[τσαμπί]]<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[μπούκλα]]<br /><b>3.</b> [[σκουλαρίκι]] σε [[σχήμα]] σταφυλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυς]] όπως και άλλες λέξεις που σχετίζονται με την [[καλλιέργεια]] του αμπελιού (<b>[[πρβλ]].</b> [[οίνος]], [[άμπελος]] <b>κ.ά.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βοτρύδι]] (<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοτρυδόν]], [[βοτρυηρός]], [[βοτρύιος]], [[βοτρυόεις]], [[βοτρυούμαι]], [[βοτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυφόρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βοτρυηφόρος]], [[βοτρυόδωρος]], [[βοτρυοειδής]], [[βοτρυόκοσμος]], [[βοτρυόπαις]], [[βοτρυοστέφανος]], [[βοτρυοχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυομήτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοτρυανθής]], [[βοτρυοστεφής]]. (Β΄ συνθετικό) [[αγλαόβοτρυς]], <i>ελίβοτρυς</i>, [[εύβοτρυς]], [[καλλίβοτρυς]], [[μικρόβοτρυς]], [[ποικιλόβοτρυς]], [[πολύβοτρυς]], [[φερέβοτρυς]], [[φιλόβοτρυς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βότρυς:''' -υος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[τσαμπί]] σταφυλιών, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> = [[βόστρυχος]], σε Ανθ. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[βόστρυχος]]).
}}
}}