Anonymous

βότρυς: Difference between revisions

From LSJ
1,666 bytes added ,  29 September 2017
7
(T22)
(7)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=βότρυος, ὁ, a [[bunch]] or [[cluster]] of grapes: Buttmann, 14 (13)). ([[Homer]] [[down]].)  
|txtha=βότρυος, ὁ, a [[bunch]] or [[cluster]] of grapes: Buttmann, 14 (13)). ([[Homer]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=[[βότρυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σταφύλι]], [[τσαμπί]]<br /><b>2.</b> [[βόστρυχος]], [[μπούκλα]]<br /><b>3.</b> [[σκουλαρίκι]] σε [[σχήμα]] σταφυλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βότρυς]] όπως και άλλες λέξεις που σχετίζονται με την [[καλλιέργεια]] του αμπελιού (<b>[[πρβλ]].</b> [[οίνος]], [[άμπελος]] <b>κ.ά.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βοτρύδι]] (<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοτρυδόν]], [[βοτρυηρός]], [[βοτρύιος]], [[βοτρυόεις]], [[βοτρυούμαι]], [[βοτρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυφόρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βοτρυηφόρος]], [[βοτρυόδωρος]], [[βοτρυοειδής]], [[βοτρυόκοσμος]], [[βοτρυόπαις]], [[βοτρυοστέφανος]], [[βοτρυοχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βοτρυομήτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βοτρυανθής]], [[βοτρυοστεφής]]. (Β΄ συνθετικό) [[αγλαόβοτρυς]], <i>ελίβοτρυς</i>, [[εύβοτρυς]], [[καλλίβοτρυς]], [[μικρόβοτρυς]], [[ποικιλόβοτρυς]], [[πολύβοτρυς]], [[φερέβοτρυς]], [[φιλόβοτρυς]].
}}
}}