ἀπώμοτος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που ισχυρίζεται [[κάποιος]] με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ' ἀπώμοτον» — δεν [[πρέπει]] [[ποτέ]] να ορκίζεται ο [[άνθρωπος]] πως δεν θα κάνει [[κάτι]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να μην κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απόμνυμι]]. Το <i>ω</i> του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].
|mltxt=[[ἀπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτό που ισχυρίζεται [[κάποιος]] με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ' ἀπώμοτον» — δεν [[πρέπει]] [[ποτέ]] να ορκίζεται ο [[άνθρωπος]] πως δεν θα κάνει [[κάτι]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να μην κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απόμνυμι]]. Το <i>ω</i> του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπώμοτος:''' -ον ([[ἀπόμνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί [[κάποιος]] παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί [[κάποιος]] ότι είναι [[ανέφικτος]] παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν [[οὐδέν]] ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}