Anonymous

ἀπώμοτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπώμοτος:''' -ον ([[ἀπόμνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί [[κάποιος]] παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί [[κάποιος]] ότι είναι [[ανέφικτος]] παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν [[οὐδέν]] ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπώμοτος:''' -ον ([[ἀπόμνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο έχει αρνηθεί [[κάποιος]] παίρνοντας όρκο, αυτός για τον οποίο έχει αποφανθεί [[κάποιος]] ότι είναι [[ανέφικτος]] παίρνοντας όρκο· βροτοῖσιν [[οὐδέν]] ἐστ' ἀπώμοτον, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει δεσμευτεί με όρκο να μην πράξει [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπώμοτος:''' <b class="num">1)</b> клятвенно уверяющий, заверяющий, тж. зарекающийся (μηδενὶ ὄνομά τινος [[γενέσθαι]] Plut.): [[οὐδέν]] ἐστ᾽ ἀπώμοτον Soph. ни от чего не следует зарекаться; καἴπερ ὢν ἀ. Soph. хотя я и поклялся в обратном;<br /><b class="num">2)</b> клятвенно отрицаемый: ὧν οὐδὲν ἀπώμοτον Plat. о которых нельзя поручиться, что их не будет.
}}
}}