ἀτύχημα: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀτύχημα]]) [[ατυχής]]<br />[[δυστύχημα]], δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]] ή [[παράπτωμα]] που έγινε από [[άγνοια]], σε [[αντίθεση]] με το [[αδίκημα]]<br /><b>2.</b> σωματικό [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) [[έγκλημα]].
|mltxt=το (AM [[ἀτύχημα]]) [[ατυχής]]<br />[[δυστύχημα]], δυσάρεστο [[γεγονός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]] ή [[παράπτωμα]] που έγινε από [[άγνοια]], σε [[αντίθεση]] με το [[αδίκημα]]<br /><b>2.</b> σωματικό [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) [[έγκλημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτύχημα:''' -ατος, τό, [[ατυχία]], [[ατύχημα]], [[αναποδιά]], σε Ρήτ.
}}
}}